ὑπερπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperpetomai
|Transliteration C=yperpetomai
|Beta Code=u(perpe/tomai
|Beta Code=u(perpe/tomai
|Definition=also [[ὑπερπέταμαι]], [[ὑπερίπταμαι]] ([[quod vide|qq.v.]]): Ep. aor. <b class="b3">ὑπερπτάμην</b>, in Prose <span class="sense"><span class="bld">A</span> ὑπερεπτόμην <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>597a12</span>: aor. Act. ὑπερέπτην S.<span class="title">Ant.</span> (v. infr.), <span class="bibl">Ph.1.165</span>: in late Prose also <b class="b3">ὑπερεπετάσθην</b> (v. infr.): (v. [[πέτομαι]]):—[[fly over]], of a [[spear]], ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος <span class="bibl">Il.13.408</span>, <span class="bibl">22.275</span>, cf. <span class="bibl">Od.22.280</span>; of birds, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>541a28</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>2.10</span>: aor. Act., ἀετὸς ἐς γᾶν ὑπερέπτα <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>113</span> (anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[fly]] [[over]] or [[fly]] [[beyond]], ὁ δ' [λᾶας] ὑπέρπτατο σήματα πάντων <span class="bibl">Od.8.192</span>; of birds, ὑ. τὸ ὄρος <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>597a12</span>; ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης <span class="bibl">D.S.4.51</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Rh.Pr.</span>6</span>: also c. gen., <span class="bibl">A.R.2.1252</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., [[skip over]], εἴδη καὶ γένη <span class="bibl">Ph.1.165</span>.</span>
|Definition=also [[ὑπερπέταμαι]], [[ὑπερίπταμαι]] ([[quod vide|qq.v.]]): Ep. aor. <b class="b3">ὑπερπτάμην</b>, in Prose<br><span class="bld">A</span> ὑπερεπτόμην Arist.''HA''597a12: aor. Act. ὑπερέπτην S.''Ant.'' (v. infr.), Ph.1.165: in late Prose also <b class="b3">ὑπερεπετάσθην</b> (v. infr.): (v. [[πέτομαι]]):—[[fly over]], of a [[spear]], ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Il.13.408, 22.275, cf. Od.22.280; of birds, Arist.''HA''541a28, Philostr.''VA''2.10: aor. Act., ἀετὸς ἐς γᾶν ὑπερέπτα S.''Ant.''113 (anap.).<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[fly]] [[over]] or [[fly]] [[beyond]], ὁ δ' [λᾶας] ὑπέρπτατο σήματα πάντων Od.8.192; of birds, ὑ. τὸ ὄρος Arist.''HA''597a12; ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης D.S.4.51, cf. Luc.''Rh.Pr.''6: also c. gen., A.R.2.1252, Plu.''Pomp.''25.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[skip over]], εἴδη καὶ γένη Ph.1.165.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπέτομαι Medium diacritics: ὑπερπέτομαι Low diacritics: υπερπέτομαι Capitals: ΥΠΕΡΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperpétomai Transliteration B: hyperpetomai Transliteration C: yperpetomai Beta Code: u(perpe/tomai

English (LSJ)

also ὑπερπέταμαι, ὑπερίπταμαι (qq.v.): Ep. aor. ὑπερπτάμην, in Prose
A ὑπερεπτόμην Arist.HA597a12: aor. Act. ὑπερέπτην S.Ant. (v. infr.), Ph.1.165: in late Prose also ὑπερεπετάσθην (v. infr.): (v. πέτομαι):—fly over, of a spear, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Il.13.408, 22.275, cf. Od.22.280; of birds, Arist.HA541a28, Philostr.VA2.10: aor. Act., ἀετὸς ἐς γᾶν ὑπερέπτα S.Ant.113 (anap.).
2 c. acc., fly over or fly beyond, ὁ δ' [λᾶας] ὑπέρπτατο σήματα πάντων Od.8.192; of birds, ὑ. τὸ ὄρος Arist.HA597a12; ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης D.S.4.51, cf. Luc.Rh.Pr.6: also c. gen., A.R.2.1252, Plu.Pomp.25.
3 metaph., skip over, εἴδη καὶ γένη Ph.1.165.

German (Pape)

[Seite 1200] (s. πέτομαι), dep. med., darüber hinfliegen; ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος, Il. 13, 408. 22, 275; ὁ (λᾶας) δ' ὑπέρπτατο σήματα πάντα, Od. 8, 192, vgl. 22, 280; αἰετὸς ἐς γᾶν ὡς ὑπερέπτα, Soph. Ant. 113.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερίπταμαι.
Étymologie: ὑπέρ, πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπέτομαι: тж. ὑπερίπταμαι, Anth. ὑπερπέταμαι перелетать, пролетать Hom., Arst.: ὑ. τι Hom., Arst. и τινος Plut., Anth. пролетать над чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι· ἀόριστ. -επτάμην, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ -επτόμην· παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις καὶ -επετάσθην (ἴδε κατωτ.)· - ἴδε ὑπερίπταμαι, ὑπερπέταμαι· ἀποθ. (ἴδε πέτομαι). Φέρομαι ἄνωθεν μετὰ ταχύτητος, ἐπὶ δόρατος, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Ἰλ. Ν. 408, Χ. 275, πρβλ. Ὀδ. Χ. 280· ἐπὶ πτηνῶν ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 13., 8. 12, 4· - ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀντ. 113, ὀξέα κλάζων αἰετὸς εἰς γᾶν ὣς ὑπερέπτα. 2) μετ’ αἰτιατ., πέτομαι ὑπεράνωπέραν, ὁ δ’ (λᾶας) ὑπέρπτατο σήματα πάντα Ὀδ. Θ. 192· ἐπὶ πτηνῶν, ὑπ. τὸ ὅρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4· ὡσαύτως μετὰ γενικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1252, Ἀνθολ. Παλ. 5. 259, Πλουτ. Πομπ. 25.

English (Autenrieth)

aor. ὑπέρπτατο: fly over, fly past (the marks), Od. 8.192.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α
1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.)
2. πετώ πέρα από ένα σημείοὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»].

Greek Monotonic

ὑπερπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτόμην,
1. πετώ με ταχύτητα πάνω από, λέγεται για δόρυ, σε Όμηρ.
2. με αιτ., ρίχνομαι πάνω ή πέρα από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -πτήσομαι aor2 -επτόμην
1. to fly over, of a spear, Hom.
2. c. acc. to fly over or beyond, Od.; also c. gen., Plut.