περίνεως: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perineos
|Transliteration C=perineos
|Beta Code=peri/news
|Beta Code=peri/news
|Definition=ὁ, gen. νεω, nom. pl. <b class="b3">νεῳ,</b> ([[ναῦς]], Att. gen. [[νεώς]]) [[supernumerary]] or [[to spare in a ship]], κῶπαι περίνεῳ <span class="title">IG</span>22.1607.9, 19, al.; <b class="b3">π. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ… τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη</b>, Hsch., cf. Phot.; of persons, [[supercargo]], [[passenger]], opp. [[πρόσκωπος]], <span class="bibl">Th.1.10</span>; opp. [[ναύτης]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.15</span>, Anon. ap. Suid.; opp. [[αὐτερέτης]], <span class="bibl">Procop.<span class="title">Vand.</span>1.11</span>, cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>6.12</span>, Phot.; but, [[marines]], opp. [[τριηρῖται]], <span class="bibl">D.C.49.1</span>: in sg., [[petty officer]], gen. -νέου <span class="bibl">Artem.1.35</span>.
|Definition=ὁ, gen. νεω, nom. pl. <b class="b3">νεῳ,</b> ([[ναῦς]], Att. gen. [[νεώς]]) [[supernumerary]] or to [[spare in a ship]], κῶπαι περίνεῳ ''IG''22.1607.9, 19, al.; <b class="b3">π. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ… τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. Phot.; of persons, [[supercargo]], [[passenger]], opp. [[πρόσκωπος]], Th.1.10; opp. [[ναύτης]], Ael.''NA''2.15, Anon. ap. Suid.; opp. [[αὐτερέτης]], Procop.''Vand.''1.11, cf. Philostr.''VA''6.12, Phot.; but, [[marines]], opp. [[τριηρῖται]], D.C.49.1: in sg., [[petty officer]], gen. -νέου Artem.1.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίνεως -ω, ὁ &#91;[[περί]], [[ναῦς]]] [[passagier]].
|elnltext=περίνεως -ω, ὁ &#91;[[περί]], [[ναῦς]]] [[passagier]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνεως Medium diacritics: περίνεως Low diacritics: περίνεως Capitals: ΠΕΡΙΝΕΩΣ
Transliteration A: períneōs Transliteration B: perineōs Transliteration C: perineos Beta Code: peri/news

English (LSJ)

ὁ, gen. νεω, nom. pl. νεῳ, (ναῦς, Att. gen. νεώς) supernumerary or to spare in a ship, κῶπαι περίνεῳ IG22.1607.9, 19, al.; π. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ… τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη, Hsch., cf. Phot.; of persons, supercargo, passenger, opp. πρόσκωπος, Th.1.10; opp. ναύτης, Ael.NA2.15, Anon. ap. Suid.; opp. αὐτερέτης, Procop.Vand.1.11, cf. Philostr.VA6.12, Phot.; but, marines, opp. τριηρῖται, D.C.49.1: in sg., petty officer, gen. -νέου Artem.1.35.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, der auf dem Schiffe Überzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; περίνεως πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem ναύτης entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
passager sur un navire.
Étymologie: περί, ναῦς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίνεως -ω, ὁ [περί, ναῦς] passagier.

Russian (Dvoretsky)

περίνεως: εω ὁ (не принадлежащий к команде корабля) пассажир Thuc.

Greek Monolingual

-ων, Α
1. αυτός που δεν εκτελεί καμιά εργασία στο πλοίο, ο επιβάτης
2. στον πληθ. οἱ περίνεῳ
οι επί πλέον ναύτες, οι εφεδρικοί
3. κάθε περιττό σκεύος στο πλοίο
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίνεων
καθεμιά από τις πλευρές του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. λιπόνεως].

Greek Monotonic

περίνεως: ὁ, γεν. -νεω, ονομ. πληθ. -νεῳ· (ναῦς)· υπεράριθμο φορτίο πλοίου ή απλά ο επιβάτης, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περίνεως: ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· (ναῦς, Ἀττ. γεν. νεώς)· - ὁ ἐν πλοίῳ ὑπεράριθμοςπεριττός, αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίνεως· ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, ἐπιβάτης ἁπλοῦς, τὸ αὐτὸ καὶ πλωτήρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσκωπος, Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ ναύτης Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - Κατὰ Φώτ. «περίνεως: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, εἶναι οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ ἐφεδρεία αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ περίνεως, φαίνεται ὅτι εἶναιἔσχατος τῶν ὑπαξιωματικῶν.

Frisk Etymological English


Grammatical information: m. Adj. a. subst. prop:
Meaning: "exceeding the ship (the equipment of the ship, its crew)", surplus, m. fellow passenger, passenger (Att. inscr., Th.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hypostasis from περὶ ναϜός like περί-αλλος, -εργος a.o. (Sommer Nominalkomp. 123 f.); on the facts also Morrison Class Quart. 41, 131 f.

Middle Liddell

ναῦς
a supercargo or passenger, Thuc.

Frisk Etymology German

περίνεως: -ω
{períneōs}
Grammar: m. Adj. u. Subst. eig.
Meaning: "über das Schiff (die Schiffsausrüstung, -mannschaft) hinausgehend", überzählig, m. Mitfahrer, Passagier (att. Inschr., Th.).
Etymology: Hypostase aus περὶ ναϝός wie περίαλλος, -εργος u.a. (Sommer Nominalkomp. 123 f.); zum Sachlichen auch Morrison Class Quart. 41, 131 f.
Page 2,513-514