περικαθάπτω: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "τι" to "τι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikathapto | |Transliteration C=perikathapto | ||
|Beta Code=perikaqa/ptw | |Beta Code=perikaqa/ptw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[fasten]] or [[put on]], τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.''Ant.''29:—Med., [[fasten on oneself]], [[put on]], νεβρίδας Id.2.364e.<br><span class="bld">2</span> = [[περικαταστρέφω]], [[ἀγγεῖον]] Str.16.4.6; ἄμβικα Dsc.5.95; τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.''Eup.''2.45; [[enclose]], πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31.<br><span class="bld">3</span> intr. c. dat., [[grasp]], [[enclose]], ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.13.9, Gal.''Phil.Hist.''94. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι- | |elnltext=περι-καθάπτω bevestigen aan, met acc. en dat. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A fasten or put on, τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.Ant.29:—Med., fasten on oneself, put on, νεβρίδας Id.2.364e.
2 = περικαταστρέφω, ἀγγεῖον Str.16.4.6; ἄμβικα Dsc.5.95; τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.Eup.2.45; enclose, πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31.
3 intr. c. dat., grasp, enclose, ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι Placit.4.13.9, Gal.Phil.Hist.94.
German (Pape)
[Seite 578] rings herum od. darüber anknüpfen, ἀγκίστρῳ ἰχθῦς, Plut. Art. 29. – Med. sich anziehen, νεβρίδας, Plut. Is. et Osir. 35.
French (Bailly abrégé)
attacher autour : τινί τι attacher une chose à une autre;
Moy. περικαθάπτομαι attacher ou ajuster sur soi, acc..
Étymologie: περί, καθάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-καθάπτω bevestigen aan, met acc. en dat.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰθάπτω:
1 привязывать, привешивать (τι τῷ ἀγκίστρῳ Plut.);
2 med. надевать на себя (νεβρίδας Plut.).
Greek Monolingual
Α
1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῖς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»
Πλούτ.)
2. αναποδογυρίζω
3. εγκλείω
4. περικλείω, περιβάλλω
5. μέσ. περικαθάπτομαι
α) προσδένω κάτι στο σώμα μου
β) φορώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καθάπτω «θέτω πάνω σε κάτι, κρεμώ, περιβάλλω»].
Greek Monotonic
περικαθάπτω: μέλ. -ψω, προσδένω ή κρεμώ ολόγυρα, ἀγγεῖον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περικαθάπτω: προσδένω ἢ ἀναρτῶ πέριξ, περικαθάψαντες ἀγγεῖον Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω ἐπάνω μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε.