ἐπαγλαΐζω: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epaglaizo | |Transliteration C=epaglaizo | ||
|Beta Code=e)paglai/+zw | |Beta Code=e)paglai/+zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[honour]], [[grace]], δῆμον ὠφελίαισι βίου Ar.''Ec.''575, cf. ''Fr.''682; ὃν σοφίας μῦθος ἐ. ''IG''12(9).954.7 (Chalcis), cf. 7.2532 (Thebes).<br><span class="bld">II</span> Med., [[pride oneself on]] a thing, [[glory]] or [[exult in]] it, <b class="b3">οὐδέ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῖσθαι</b> (fut. inf.) Il.18.133.<br><span class="bld">2</span> Pass., ἐπηγλαϊς μέναι.. τράπεζαι [[dressed out]], Cratin.301. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext=''' | |lsmtext='''ἐπαγλαΐζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[τιμώ]] [[ακόμη]] περισσότερο — Παθ., [[περηφανεύομαι]] για [[κάτι]], [[καυχιέμαι]] ή [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
A honour, grace, δῆμον ὠφελίαισι βίου Ar.Ec.575, cf. Fr.682; ὃν σοφίας μῦθος ἐ. IG12(9).954.7 (Chalcis), cf. 7.2532 (Thebes).
II Med., pride oneself on a thing, glory or exult in it, οὐδέ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῖσθαι (fut. inf.) Il.18.133.
2 Pass., ἐπηγλαϊς μέναι.. τράπεζαι dressed out, Cratin.301.
German (Pape)
[Seite 893] (noch dazu) verherrlichen, Ar. Eccl. 275; med. sich mit Etwas brüsten, groß thun, ἐπαγλαϊεῖσθαι, fut., Il. 18, 133. – Pass. ἐπηγλαϊσμένοι μείρακες Cratin. bei Ath. II, 49 a.
French (Bailly abrégé)
réjouir;
Moy. ἐπαγλαΐζομαι se réjouir de, s'enorgueillir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀγλαΐζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαγλᾰΐζω:
1 делать прекрасным, украшать: δῆμον ἐ. μυρίασιν ὠφελίαισι βίου Arph. украсить жизнь народа множеством наслаждений;
2 med. красоваться: οὐδὲ δηρὸν ἐπαγλαιεῖσθαι (inf. fut.) Hom. и недолго красоваться (Гектору в доспехах Ахилла).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγλαΐζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀγλαΐζω, λαμπρύνω ἔτι μᾶλλον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575, Ἀποσπ. 548. Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 102. 4., 492. ΙΙ. Παθ., ἐγκαλλωπίζομαι, γαυριῶ ἐπί τινι πράγματι, οὐδέ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῖσθαι (ἀπαρ. μέλλ.) Ἰλ. Σ. 133. 2) ἐπηγλαϊσμέναι… τράπεζαι, παρεσκευασμέναι, Κρατῖνος παρ’ Ἀθην. 49Α.
Greek Monolingual
ἐπαγλαΐζω (Α)
1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ
2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῖσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.)
3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ' ἐπηγλαϊσμέναι τράπεζαι», Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγλαΐζω «λαμπρύνω»].
Greek Monotonic
ἐπαγλαΐζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, τιμώ ακόμη περισσότερο — Παθ., περηφανεύομαι για κάτι, καυχιέμαι ή χαίρομαι, θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.