παναγής: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panagis | |Transliteration C=panagis | ||
|Beta Code=panagh/s | |Beta Code=panagh/s | ||
|Definition= | |Definition=παναγές,<br><span class="bld">A</span> [[all-hallowed]], Call.''Fr.''1.36P.; [[κόρη]] (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[παναιεῖς]] cod.); [[ἱερωσύνη]] Jul. ''Or.''5.160b (Sup.); ἱερεύς ''IG''3.716; = Lat. [[sacrosanctus]], of the Rom. [[Tribuni Plebis]], D.H.6.89, 8.87, Plu. ''Cam.''20.<br><span class="bld">II</span> under an [[ἄγος]], Philonid.5, Man.4.120. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
παναγές,
A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20.
II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.
German (Pape)
[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait saint, sacré.
Étymologie: πᾶν, ἄγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] zeer heilig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναγής: окруженный святостью, неприкосновенный (παρθένοι Plut.).
Greek Monolingual
(I)
παναγής, -ές (ΑΜ)
αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσαγής].
(II)
παναγής, -ές (Α)
πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «εξαγνισμός, σέβας, ευλάβεια», για τις σημ. του άγος βλ. λ. άγιος), πρβλ. ευαγής].
Greek Monotonic
πᾰνᾰγής: -ές, ιερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacrosanctus, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.
Middle Liddell
πᾰνᾰγής, ές
all-hallowed, Lat. sacrosanctus, Plut.