εὐπαράγωγος: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efparagogos | |Transliteration C=efparagogos | ||
|Beta Code=eu)para/gwgos | |Beta Code=eu)para/gwgos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰγ], ον<br><span class="bld">A</span> [[easy to bring into place]], ὀστέα Hp.''Fract.''6; [[flexible]], αὐχήν Aret.''SD''1.8.<br><span class="bld">II</span> [[easy to lead by the nose]], [[easy to lead astray]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1115 (lyr.); ἐλπίς Pl.''Ti.''69d; [[credulous]], νόσος Philostr.''VA''7.39.<br><span class="bld">2</span> Act., [[seductive]], [[alluring]], [[λόγος]], [[πλάσματα]], Ph.1.268, 2.481. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰγ], ον
A easy to bring into place, ὀστέα Hp.Fract.6; flexible, αὐχήν Aret.SD1.8.
II easy to lead by the nose, easy to lead astray, Ar.Eq.1115 (lyr.); ἐλπίς Pl.Ti.69d; credulous, νόσος Philostr.VA7.39.
2 Act., seductive, alluring, λόγος, πλάσματα, Ph.1.268, 2.481.
German (Pape)
[Seite 1086] leicht vorbei-, wegzuführen, z. B. ὀστέα εἰς κατόρθωσιν, leicht wieder in die richtige Lage zu bringen, Hippocr. u. Sp. Dah. leicht zu verführen, zu täuschen, Ar. Equ. 1115; ἐλπίς Plat. Tim. 69 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 facile à remettre en place (os, membre, etc.);
2 facile à tromper;
II. qui séduit.
Étymologie: εὖ, παράγω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράγωγος: легко обманываемый, без труда вводимый в заблуждение (δῆμος Arph.; ἐλπίς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράγωγος: -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., ἀπατηλός, δελεαστικός, Φίλων 2. 481.
Greek Monolingual
εὐπαράγωγος, -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος
2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος
3. εύκαμπτος, ευλύγιστος
4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός
5. (κατ' επέκτ.) δελεαστικός, ελκυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που μετακινείται εύκολα» < ευ + παρ-άγωγος
με τη σημασία «αυτός που παρασύρεται εύκολα» < ευ + παρ-αγωγός].
Greek Monotonic
εὐπαράγωγος: -ον (παράγω), αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραστρατεί, σε Αριστοφ.