προτακτικός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protaktikos | |Transliteration C=protaktikos | ||
|Beta Code=protaktiko/s | |Beta Code=protaktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προτακτική, προτακτικόν, [[used as prefix]], φωνήεντα D.T.631.7; [[στοιχεῖα]], [[συλλαβή]], A.D.''Synt.''7.5,7; [[σύνδεσμος]], opp. [[ὑποτακτικός]], ib.306.6; <b class="b3">ἄρθρον π.</b> the [[prepositive]] article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. ''Synt.''306.15; π. θέσις A.D.''Adv.''180.7. Adv. [[προτακτκῶς]], opp. [[ὑποτακτικῶς]], Id.''Synt.''227.15, cf.Syrian.''in Metaph.''164.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
προτακτική, προτακτικόν, used as prefix, φωνήεντα D.T.631.7; στοιχεῖα, συλλαβή, A.D.Synt.7.5,7; σύνδεσμος, opp. ὑποτακτικός, ib.306.6; ἄρθρον π. the prepositive article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. Synt.306.15; π. θέσις A.D.Adv.180.7. Adv. προτακτκῶς, opp. ὑποτακτικῶς, Id.Synt.227.15, cf.Syrian.in Metaph.164.22.
German (Pape)
[Seite 790] ή, όν, vorausstellend, voranzusetzen, Sp.; ἄρθρον προτακτικόν, bei den Gramm., articulus praepositivus, ὁ, ἡ, τό.
French (Bailly abrégé)
ή, ον :
qu'on place devant ; t. de gramm. τὸ προτακτικὸν ἄρθρον l'article antéposé, càd l'article défini ὁ, ἡ, τό.
Étymologie: προτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
προτακτικός: грам. предшествующий, ставящийся впереди: τὸ ἄρθρον προτακτικόν грамматический член.
Greek (Liddell-Scott)
προτακτικός: -ή, -όν, ὁ προτασσόμενος, φωνήεντα (α, ε, η, ο, ω), διότι ἀποτελοῦσι τὸ πρῶτον γράμμα τῶν διφθόγγων, Διον. Θρᾷξ 631. 6· ἄρθρον προτ., τὸ προτασσόμενον ἄρθρον ὁ, ἡ, τό, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 301. ― Ἐπίρρ. προτακτικῶς Ἀπολλ. Δ. Συντ. 227. 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προτακτικός, -ή, -όν, ΝΑ προτάσσω
1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτακτικά
γραμμ. τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται μπροστά από ορισμένες λέξεις χωρίς να επηρεάζουν την κλίση ή να μεταβάλλουν τη σημασία τους
2. φρ. α) «προτακτικά φωνήεντα»
γραμμ. τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην αρχή μιας λέξης χωρίς να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. βδέλλα αβδέλλα, σκιά - ήσκιος
β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι της αιτιατικής τών κοινών ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα πριν από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. αϊ - Γιώργης, μαστρο- Γιάννης, μπαρμπα-Πέτρος.
επίρρ...
προτακτικῶς Α
κατά τρόπο προτακτικό, κατά πρόταξη.