μητροπολιτικός: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitropolitikos
|Transliteration C=mitropolitikos
|Beta Code=mhtropolitiko/s
|Beta Code=mhtropolitiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[belong]]ing to a [[μητροπολίτης]] 1.1, in neut. pl., of [[tax]]es, <span class="bibl"><span class="title">CPHerm.</span>120</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of a [[μητροπολίτης]] ''ΙΙ'', [[δίκαιον]] <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span> 131.4</span>, <span class="title">Cod.Just.</span>1.5.12.22.</span>
|Definition=μητροπολιτική, μητροπολιτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[belong]]ing to a [[μητροπολίτης]] 1.1, in neut. pl., of [[tax]]es, ''CPHerm.''120.<br><span class="bld">II</span> of a [[μητροπολίτης]] ''ΙΙ'', [[δίκαιον]] Just.''Nov.'' 131.4, ''Cod.Just.''1.5.12.22.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροπολῑτικός Medium diacritics: μητροπολιτικός Low diacritics: μητροπολιτικός Capitals: ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mētropolitikós Transliteration B: mētropolitikos Transliteration C: mitropolitikos Beta Code: mhtropolitiko/s

English (LSJ)

μητροπολιτική, μητροπολιτικόν,
A belonging to a μητροπολίτης 1.1, in neut. pl., of taxes, CPHerm.120.
II of a μητροπολίτης ΙΙ, δίκαιον Just.Nov. 131.4, Cod.Just.1.5.12.22.

Greek (Liddell-Scott)

μητροπολιτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μητρόπολιν, Σῳζομ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μητροπολιτικός, -ή, -όν) μητρόπολη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη
νεοελλ.
φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» — μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις-δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική και κοινωνική επιρροή, αλλ. μητρόπολη
β) «μητροπολιτικός σιδηρόδρομος» — αστικός ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος, εγκατεστημένος σε περίκλειστο διάδρομο αποκλειστικής χρήσης, γενικά σε διαφορετικό επίπεδο από το έδαφος, υπόγειος ή υπερυψωμένος, ο οποίος προορίζεται αποκλειστικά για τη μεταφορά επιβατών και έχει μεγάλη πυκνότητα δρομολογίων, αλλ. μετρό
γ) «μητροπολιτικό συμβούλιο»
(εκκλ. δίκ.) ονομασία του συμβουλίου της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο ασκεί εποπτεία στη διοίκηση και στη διαχείριση της περιουσίας και τών οικονομικών τών ενοριών της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησιαστική μητρόπολη ή στον μητροπολίτη.