στρατεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strateysimos
|Transliteration C=strateysimos
|Beta Code=strateu/simos
|Beta Code=strateu/simos
|Definition=ον, [[fit for military service]], [[serviceable]], ἡλικία <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.5.12</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.15.1</span>; σ. ἔτη <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.4</span>; <b class="b3">οἱ σ</b>. <span class="bibl">Plb.6.19.6</span>: Subst. <b class="b3">-εύσιμον, τό</b>, [[payment in lieu of military service]], PMonac. 1.54 (vi A.D.).
|Definition=στρατεύσιμον, [[fit for military service]], [[serviceable]], ἡλικία X.''HG''6.5.12, J.''AJ''2.15.1; σ. ἔτη [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.4; <b class="b3">οἱ σ.</b> Plb.6.19.6: Subst. στρατεύσιμον, τό, [[payment in lieu of military service]], PMonac. 1.54 (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στρατεύσιμος -ον [στρατεύω] [[geschikt voor het leger]], [[weerbaar]].
|elnltext=στρατεύσιμος -ον [στρατεύω] [[geschikt voor het leger]], [[weerbaar]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατεύσιμος Medium diacritics: στρατεύσιμος Low diacritics: στρατεύσιμος Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: strateúsimos Transliteration B: strateusimos Transliteration C: strateysimos Beta Code: strateu/simos

English (LSJ)

στρατεύσιμον, fit for military service, serviceable, ἡλικία X.HG6.5.12, J.AJ2.15.1; σ. ἔτη X.Cyr.1.2.4; οἱ σ. Plb.6.19.6: Subst. στρατεύσιμον, τό, payment in lieu of military service, PMonac. 1.54 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 951] zum Kriegsdienste gehörig, tauglich; ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 4; ἡλικία, Hell. 6, 5, 17; οἱ στρατεύσιμοι, Pol. 6, 19, 6, die vorher οἱ ἐν ταῖς ἡλικίαις hießen; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au service militaire.
Étymologie: στρατεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατεύσιμος -ον [στρατεύω] geschikt voor het leger, weerbaar.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτεύσῐμος: годный для военной службы, способный носить оружие (ἡλικία, ἔτη Xen.; sc. ἄνδρες Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἡλικία Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12· στρ. ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4· οἱ στρατ. Πολύβ. 6. 19, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / στρατεύσιμος, -ον, ΝΑ στράτευσις
1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσίαστρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος
(για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
νεοελλ.
(νομ.) ο υποκείμενος σε στράτευση κατά τις διατάξεις του περί στρατολογίας νόμου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ στρατεύσιμον
α) στρατιωτικός μισθός
β) πληρωμή για εξαγορά της στρατιωτικής θητείας.

Greek Monotonic

στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος, ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, στρατεύσιμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

στρᾰτεύσιμος, ον,
fit for service, serviceable, Xen.