λινόδετος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=linodetos
|Transliteration C=linodetos
|Beta Code=lino/detos
|Beta Code=lino/detos
|Definition=ον, (δέω) [[bound with flaxen cords]], χαλινοί <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1043</span>; [[πέδη]] (of the Hellespont) <span class="bibl">Tim. <span class="title">Pers.</span>85</span>; <b class="b3">λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός</b> [[tied]] by the foot, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 764</span>.
|Definition=λινόδετον, ([[δέω]]) [[bound with flaxen cords]], χαλινοί E.''IT''1043; [[πέδη]] (of the Hellespont) Tim. ''Pers.''85; <b class="b3">λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός</b> [[tied]] by the foot, Ar.''Nu.'' 764.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόδετος Medium diacritics: λινόδετος Low diacritics: λινόδετος Capitals: ΛΙΝΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: linódetos Transliteration B: linodetos Transliteration C: linodetos Beta Code: lino/detos

English (LSJ)

λινόδετον, (δέω) bound with flaxen cords, χαλινοί E.IT1043; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen, flächsenen Stricken gebunden; χαλινοί, Ankertaue, Eur. I. T. 1043; Ar. Ran. 763.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. λινόδεσμος.
Étymologie: λίνον, δέω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόδετος: Eur., Arph. = λινόδεσμος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν σχοινίων, χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043· δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ παιδία ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λινόδετος, -ον)
δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῦς χαλινοῖς λινοδέτοις ὁρμεῖ σέθεν», Ευρ.)
νεοελλ.
(για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -δετος (< δέω), πρβλ. νευρόδετος, ταυρόδετος].

Greek Monotonic

λῐνόδετος: -ον (δέω), δεμένος με σχοινιά από λινάρι, σε Ευρ.· λινόδετος τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λῐνό-δετος, ον [δέω]
bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.