ἤκιστος: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikistos | |Transliteration C=ikistos | ||
|Beta Code=h)/kistos | |Beta Code=h)/kistos | ||
|Definition=η, ον, Sup. Adj. of Adv. | |Definition=η, ον, Sup. Adj. of Adv. [[ἦκα]], ἤκιστος ἐλαυνέμεν = the [[gentlest]] or [[slowest]] in [[driving]], Il.23.531 (ἥκ- Eust.1314.27, ''EM''424.27; cf. [[ἥκιστος]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἤκιστος]], -η, -ον (Α) [[ήκα]]<br />(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) [[πάρα]] πολύ [[αργός]], ασθενέστατος, αδρανέστατος στην [[οδήγηση]] άρματος ([[ἤκιστος]] δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[ἥκιστος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως υπερθ. του [[μικρός]], του [[κακός]] και του [[ολίγος]]) [[ελάχιστος]], ασθενέστατος<br /><b>2.</b> (ως υπερθ. του [[κακός]]) [[κάκιστος]], [[χείριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ήκιστα</i> (AM ἥκιστα)<br />(υπερθ. του [[ολίγον]]) | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἤκιστος]], -η, -ον (Α) [[ήκα]]<br />(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) [[πάρα]] πολύ [[αργός]], ασθενέστατος, αδρανέστατος στην [[οδήγηση]] άρματος ([[ἤκιστος]] δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[ἥκιστος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως υπερθ. του [[μικρός]], του [[κακός]] και του [[ολίγος]]) [[ελάχιστος]], ασθενέστατος<br /><b>2.</b> (ως υπερθ. του [[κακός]]) [[κάκιστος]], [[χείριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ήκιστα</i> (AM ἥκιστα)<br />(υπερθ. του [[ολίγον]])·1. ελάχιστα, [[μόλις]], ανεπαίσθητα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ουδόλως]], [[καθόλου]], [[διόλου]] («[[είναι]] ήκιστα [[συνεπής]] στις υποσχέσεις του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οὐχ ἥκιστα»<br />(ως [[σχήμα]] λιτότητας) [[προπάντων]], [[μάλιστα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ήκα</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Sup. Adj. of Adv. ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν = the gentlest or slowest in driving, Il.23.531 (ἥκ- Eust.1314.27, EM424.27; cf. ἥκιστος).
German (Pape)
[Seite 1158] superl. von ἦκα, Il. 23, 531 ἤκιστος ἐλαυνέμεν, der Langsamste die Rosse zu treiben, wo schon alte v.l. ἥκιστος, vgl. Buttm. Lexil. I p. 14 u. Spitzner zu der Stelle; ἥκιστος kommt sonst bei Hom. nicht vor.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très lent, le plus lent : ἐλαυνέμεν IL à conduire un char.
Étymologie: ἦκα.
Russian (Dvoretsky)
ἤκιστος: [superl. к ἦκα самый медлительный, т. е. неискусный: ἤ. ἦν ἐλαυμένεν ἅρμα Hom. он был очень неискусен в управлении колесницей.
Greek (Liddell-Scott)
ἤκιστος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιρρ. ἦκα, μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 531, ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ὁ ἡσυχώτατος ἢ βραδύτατος εἰς τὸ νὰ ὁδηγῇ ἅρμα, πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ. - Γραμμ. τινες (Εὐστ. 1314. 27, Ε. Μ. 424. 27) γράφουσιν ἥκιστος, ὁ χείριστος ἢ ἀσθενέστατος ἐν τῷ ἐλαύνειν, πρβλ. ἥκιστος· ἀλλ’ ἂν καὶ τὸ ἥσσων εἶναι εὔχρηστον παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ ἥκιστος δὲν εἶνε.
English (Autenrieth)
(ϝῆκα): slowest, most sluggish, Il. 23.531†.
Greek Monolingual
(I)
ἤκιστος, -η, -ον (Α) ήκα
(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἥκιστος, -η, -ον (Α)
1. (ως υπερθ. του μικρός, του κακός και του ολίγος) ελάχιστος, ασθενέστατος
2. (ως υπερθ. του κακός) κάκιστος, χείριστος.
επίρρ...
ήκιστα (AM ἥκιστα)
(υπερθ. του ολίγον)·1. ελάχιστα, μόλις, ανεπαίσθητα
2. συνεκδ. ουδόλως, καθόλου, διόλου («είναι ήκιστα συνεπής στις υποσχέσεις του»)
αρχ.
φρ. «οὐχ ἥκιστα»
(ως σχήμα λιτότητας) προπάντων, μάλιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήκα].
Greek Monotonic
ἤκιστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ἦκα· ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ο πιο ήρεμος ή ο πιο αργός στην οδήγηση άρματος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἤκιστος, η, ον [sup. adj. from adv. ἦκα]
ἤκιστος ἐλαυνέμεν, the gentlest or slowest in driving, Il.