σταθμίζω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stathmizo | |Transliteration C=stathmizo | ||
|Beta Code=staqmi/zw | |Beta Code=staqmi/zw | ||
|Definition== [[σταθμάω]], [[weigh]], literally or metaph., Aq. | |Definition== [[σταθμάω]], [[weigh]], literally or metaph., Aq.''Jb.''28.25, al., Sm. ''Jb.''6.2, ''IG''22.1121.12 (iv A.D.), Elias ''in Porph.''75.21, Suid., Eust. 114.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
= σταθμάω, weigh, literally or metaph., Aq.Jb.28.25, al., Sm. Jb.6.2, IG22.1121.12 (iv A.D.), Elias in Porph.75.21, Suid., Eust. 114.6.
German (Pape)
[Seite 927] = σταθμάω, wägen, nach dem Senkblei od. der Setzwage richten, Hesych. v. σταφύλη.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμίζω: σταθμάω, «ζυγίζω», Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ., Εὐστ. 114. 6, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σταθμός
προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση
2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώ («πρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια»)
μσν.
ελέγχω, ρυθμίζω
αρχ.
αντισταθμίζω, φέρω σε κατάσταση ισορροπίας.