Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meneptolemos
|Transliteration C=meneptolemos
|Beta Code=menepto/lemos
|Beta Code=menepto/lemos
|Definition=ον, [[staunch in battle]], [[steadfast]], <span class="bibl">Il.19.48</span>, etc.; ἥρως <span class="bibl">B.16.73</span>; [[Περαιβοί]], [[Κουρῆτες]], <span class="bibl">Il.2.749</span>, <span class="bibl">B.5.126</span>.
|Definition=μενεπτόλεμον, [[staunch in battle]], [[steadfast]], Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; [[Περαιβοί]], [[Κουρῆτες]], Il.2.749, B.5.126.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεπτόλεμος Medium diacritics: μενεπτόλεμος Low diacritics: μενεπτόλεμος Capitals: ΜΕΝΕΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: meneptólemos Transliteration B: meneptolemos Transliteration C: meneptolemos Beta Code: menepto/lemos

English (LSJ)

μενεπτόλεμον, staunch in battle, steadfast, Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; Περαιβοί, Κουρῆτες, Il.2.749, B.5.126.

German (Pape)

[Seite 132] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.
Étymologie: μένω, πτόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

μενεπτόλεμος: не отступающий в сражении, стойкий в бою (Τυδείδης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μενεπτόλεμος: -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, εὐσταθής, γενναῖος, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, μενεπτόλεμος ἥρως Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ μεναίχμης, μενεδήιος, μενέχαρμος, κτλ.

English (Autenrieth)

(μένω): steadfast in battle. (Il.)

Greek Monolingual

μενεπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερεπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].

Greek Monotonic

μενεπτόλεμος: -ον, αυτός που επιμένει στη μάχη, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μενε-πτόλεμος, ον
staunch in battle, steadfast, Il.