Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰακοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiakostrofos
|Transliteration C=oiakostrofos
|Beta Code=oi)akostro/fos
|Beta Code=oi)akostro/fos
|Definition=ὁ, = [[οἰακονόμος]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).71(89)</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>62</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>523</span>; ἀνάγκης οἰ. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>515</span>, etc.
|Definition=ὁ, = [[οἰακονόμος]], Pi.''I.''4(3).71(89), A.''Th.''62, E.''Med.''523; ἀνάγκης οἰ. A.''Pr.''515, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκοστρόφος Medium diacritics: οἰακοστρόφος Low diacritics: οιακοστρόφος Capitals: ΟΙΑΚΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: oiakostróphos Transliteration B: oiakostrophos Transliteration C: oiakostrofos Beta Code: oi)akostro/fos

English (LSJ)

ὁ, = οἰακονόμος, Pi.I.4(3).71(89), A.Th.62, E.Med.523; ἀνάγκης οἰ. A.Pr.515, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dirige (propr. qui fait tourner) le gouvernail.
Étymologie: οἴαξ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

οἰᾱκοστρόφος: IIкормчий (νηός, перен. ἀνάγκης Aesch.).
правящий кормовым веслом (κυβερνατήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκοστρόφος: ὁ, = οἰακονόμος, Πινδ. Ι. 4. 121, Αἰσχύλ. Θήβ. 62, Εὐρ. Μήδ. 524· οἰακ. ἀνάγκης Αἰσχύλ. Πρ. 515, κλ.

English (Slater)

οἰακοστρόφος guiding the tiller met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the trainer Orseas (I. 4.71)

Greek Monolingual

ο (Α οἰακοστρόφος)
1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης
2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + -στροφός (< στρέφω)].

Greek Monotonic

οἰακοστρόφος: ὁ (στρέφω), = οἰακονόμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

οἰᾱκο-στρόφος, ὁ, στρέφω = οἰακονόμος, Aesch., Eur.]

Mantoulidis Etymological

(=τιμονιέρης). Σύνθετο ἀπό τό οἴαξ (=πηδάλι) + στρέφω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό οἴαξ: οἰακίζω (=κυβερνῶ), οἰάκισις, οἰάκισμα, οἰακιστής, οἰάκιον (ὑποκορ.), οἰακονόμος (=κυβερνήτης), οἰακοστροφῶ (=διευθύνω).