χαμεύνιον: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chameynion | |Transliteration C=chameynion | ||
|Beta Code=xameu/nion | |Beta Code=xameu/nion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[χαμεύνη]], | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[χαμεύνη]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 220d, Luc.''Asin.''51, Poll. 6.9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of χαμεύνη, Pl.Smp. 220d, Luc.Asin.51, Poll. 6.9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χαμεύνη.
German (Pape)
τό, = χαμευνίς; χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Plat. Symp. 220d; Luc. asin. 51.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμεύνιον: τό [demin. к χαμεύνη подстилка, сенник Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμεύνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαμεύνη, οἱ δὲ χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Πλάτ. Συμπ. 220D, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 51, Πολυδ. Ϛ΄, 9. - Κατὰ Μοῖριν (408) «χαμεύνιον Ἀττικοί, ψίαθος Ἕλληνες», κατὰ δὲ Ἠσύχ.: «χαμεύνιον· κλινίδιον πενιχρόν».
Greek Monolingual
τὸ, Α χαμεύνη
υποκορ. μικρό στρώμα τοποθετημένο καταγής.
Greek Monotonic
χᾰμεύνιον: τό, υποκορ. αντί χαμεύνη, σε Πλάτ.