χρυσόβωλος: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysovolos | |Transliteration C=chrysovolos | ||
|Beta Code=xruso/bwlos | |Beta Code=xruso/bwlos | ||
|Definition= | |Definition=χρυσόβωλον, [[with soil of gold]], i.e. [[containing gold]], γῆς λέπας E.''Rh.''921. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
χρυσόβωλον, with soil of gold, i.e. containing gold, γῆς λέπας E.Rh.921.
German (Pape)
[Seite 1380] mit goldenen, goldhaltigen Erdschollen, Eur. Rhes. 921.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux mottes d'or.
Étymologie: χρυσός, βῶλος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόβωλος: богатый золотоносными пластами (γῆς λέπας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόβωλος: -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ ἔδαφος ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς λέπας Εὐρ. Ρῆσ. 921.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλίβωλος].
Greek Monotonic
χρῡσόβωλος: -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό έδαφος, σε Ευρ.