ἀρθμέω: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arthmeo | |Transliteration C=arthmeo | ||
|Beta Code=a)rqme/w | |Beta Code=a)rqme/w | ||
|Definition=intr., to [[be united]], ἐν φιλότητι ἀρθμήσαντε | |Definition=intr., to [[be united]], ἐν φιλότητι ἀρθμήσαντε Il.7.302:—Pass., ἀρθμηθέντες A.R.1.1344. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
intr., to be united, ἐν φιλότητι ἀρθμήσαντε Il.7.302:—Pass., ἀρθμηθέντες A.R.1.1344.
Spanish (DGE)
ponerse de acuerdo ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Il.7.302, συστησάμενοι καὶ ἀρθμήσαντες Eun.VS 480, en v. pas. A.R.1.1344.
German (Pape)
[Seite 350] (ἀρθμός), zusammenfügen, verbinden; pass. einträchtig sein, ἀρθμηθέντες Ap. Rh. 1, 1344; in ders. Bdtg das activ. Hom. Il. 7, 302 ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ajuster ; joindre, unir.
Étymologie: ἀρθμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθμέω: объединяться, примиряться (ἐν φιλότητι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθμέω: μέλλ. -ήσω, ἀμετάβ., συναρμόζω, συνδέω, ἠδ’ αὖτ’ ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε, «τῷ ὄντι δὲ διεχωρίσθησαν ἐν φιλίᾳ ἁρμοσθέντες καὶ συμβιβασθέντες» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ)˙ «εἰς ἀρθμόν, ἤγουν ἁρμονίαν φιλικὴν ἐλθόντες ἀλλήλοις» (Εὐστ.) Ἰλ. Η. 302˙ ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ἔχει ἀρθμηθέντες ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Α. 1344.
English (Autenrieth)
(ἀρθμός, root ἀρ), aor. part. du. ἀρθμήσαντε: form a bond, be bound together in friendship, Il. 7.302†.
Greek Monolingual
ἀρθμέω (Α) αρθμός
συμβιβάζομαι, μονιάζω.
Greek Monotonic
ἀρθμέω: μέλ. -ήσω, αμτβ., είμαι συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, ενωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[from ἀρθμός
intr. to be united, Il.