στιχοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stichoplokos
|Transliteration C=stichoplokos
|Beta Code=stixoplo/kos
|Beta Code=stixoplo/kos
|Definition=ὁ, (πλέκω) [[versifier]], condemned by Thom.Mag.<span class="bibl">p.189</span> R.
|Definition=ὁ, ([[πλέκω]]) [[versifier]], condemned by Thom.Mag.p.189 R.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχοπλόκος Medium diacritics: στιχοπλόκος Low diacritics: στιχοπλόκος Capitals: ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: stichoplókos Transliteration B: stichoplokos Transliteration C: stichoplokos Beta Code: stixoplo/kos

English (LSJ)

ὁ, (πλέκω) versifier, condemned by Thom.Mag.p.189 R.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχοπλόκος: ὁ, (πλέκω) ὁ πλέκων στίχους, στιχογράφος στιχουργός· λέξις κακόζηλος κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων ἐργάτης· - στιχοπλοκέω, συντίθημι στίχους, Βυζ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
νεοελλ.
(με ειρωνική σημ.) ποιητής που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, ασήμαντος ποιητής
μσν.
αυτός που πλέκει στίχους, στιχουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος.