ῥαθυμία: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rathymia | |Transliteration C=rathymia | ||
|Beta Code=r(aqumi/a | |Beta Code=r(aqumi/a | ||
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[easiness of temper]], [[taking things easily]], Th.2.39.<br><span class="bld">2</span> [[recreation]], [[relaxation]], [[amusement]], E. ''Cyc.''203, Ael.''VH''9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. ''Rh.''1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.<br><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[indifference]], [[sluggishness]], [[laziness]], Lys.10.11, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.5.5, al., cf. D.9.5; <b class="b3">ἐκτήσαντο ῥ.</b> get [[a name for laziness]], E.''Med.''218.<br><span class="bld">2</span> [[heedlessness]], [[rashness]], τοῦ λόγου [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 99b. [Written <b class="b3">ῥαθ-</b> correctly in Phld.''Rh.''2.31 S., ''Ir.''p.60 W., ''Hom.''p.28 O., ''IG''5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. [[ῥᾳθυμίη]] is dub. in Hp.''Acut.''47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.] | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[easiness of temper]], [[taking things easily]], Th.2.39.<br><span class="bld">2</span> [[recreation]], [[relaxation]], [[amusement]], E. ''Cyc.''203, Ael.''VH''9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. ''Rh.''1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.<br><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[indifference]], [[sluggishness]], [[laziness]], Lys.10.11, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.5.5, al., cf. D.9.5; <b class="b3">ἐκτήσαντο ῥ.</b> get [[a name for laziness]], E.''Med.''218.<br><span class="bld">2</span> [[heedlessness]], [[rashness]], τοῦ λόγου [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 99b. [Written <b class="b3">ῥαθ-</b> correctly in Phld.''Rh.''2.31 S., ''Ir.''p.60 W., ''Hom.''p.28 O., ''IG''5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. [[ῥᾳθυμίη]] is dub. in Hp.''Acut.''47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in [[Herodotus|Hdt.]] or other Ionic texts.] | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 4 September 2023
English (LSJ)
ἡ,
A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39.
2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.
II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥ. get a name for laziness, E.Med.218.
2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd. 99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]
Greek Monolingual
η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψία («ῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).