ἱερωσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἱερεύς]]<br />the [[office]] of [[priest]], [[priesthood]], Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt=[[ἱερεύς]]<br />the [[office]] of [[priest]], [[priesthood]], Hdt., Attic
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese

Revision as of 13:15, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερωσύνη Medium diacritics: ἱερωσύνη Low diacritics: ιερωσύνη Capitals: ΙΕΡΩΣΥΝΗ
Transliteration A: hierōsýnē Transliteration B: hierōsynē Transliteration C: ierosyni Beta Code: i(erwsu/nh

English (LSJ)

in Att. Inscrr. ἱερεωσύνη IG22.1235.8, al., also SIG2554.22 (Magn. Mae.), SIG31068.22 (Patmos, iii/ii B.C.), Milet.7.28, etc.: ἡ:—priesthood, Hdt.3.142, etc.; ἱερωσύνης μετασχεῖν D.59.92: in plural, ἱερωσύναι = priestly services, sacrifices, Sch.Ar.Pax923.

German (Pape)

[Seite 1243] ἡ, ion. ἱρωσύνη, Priestertum, Amt u. Würde eines Priesters; Her. 4, 16 l; Plat. Legg. VI, 759 a; Isocr. 2, 6; ἱερωσύνην οὐδενὸς θεῶν κληρώσεται Aesch. 1, 188; προεκρίθην ἐν τοῖς εὐγενεστάτοις κληροῦσθαι τῆς ἱερωσύνης τῷ Ἡρακλεῖ Dem. 17, 46; ἱερωσύνης μετασχεῖν 59, 92; Sp. Im plur. auch = das Opfer, Schol. Ar. Pax 923.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sacerdoce.
Étymologie: ἱερός.

Russian (Dvoretsky)

ἱερωσύνη: ион. ἱρωσύνη (ῠ) ἡ тж. pl.
1 сан жреца, жречество Her. etc.: πάτριαι ἱερωσύναι Plat. наследственный сан жреца (в известных родах);
2 священство NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερωσύνη: Ἰων. ἱρωσύνη, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερέως, Ἡρόδ. 3. 142, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ἱερωσύνης μετασχεῖν Δημ. 1376. 18, Ἀριστοτέλ. Ἀθηναίων Πολιτεία 31. 18., 61. 19., 84. 6: - ἐν τῷ πληθ., ἱερατικαὶ ἐργασίαι, θυσίαι, τελεταί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 923· ἴδε ἐν λ. κληρόω Ι. 3. - Παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ χριστιανικὸς κλῆρος, οἱ ἱερεῖς, Ἐπιφάν. Ι. 868D, II. 824Β, Ἰω. Χρυσ. Ι. 382Β, κτλ.· - ἀπαντᾷ καὶ διὰ τοῦ ο, ἱεροσύνη Συλλ. Ἐπιγγρ. 2264p. σ. 1036, ὡς καὶ ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 5, 3.

English (Strong)

from ἱερός; sacredness, i.e. (by implication) the priestly office: priesthood.

English (Thayer)

(on the omega ὦ see ἀγαθωσύνη, init), ἱερωσύνης, ἡ (ἱερός), priesthood, the priestly office: R G, 24. (Herodotus, Plato, Demosthenes, Diodorus, Joseph, Plutarch, Herodian, others.)

Greek Monolingual

και ιεροσύνη, η (ΑΜ ἱερωσύνη, Μ και ἱεροσύνη, Α ιων. τ. ἱρωσύνη και αττ. επιγρ. τ. ἱερεωσύνη)
1. το αξίωμα του ιερέα, ιερατεία
2. το σύνολο τών κληρικών, ιερατείο, κλήρος
νεοελλ.
εκκλ. το μυστήριο με το οποίο καθιερώνεται ένας λειτουργός της εκκλησίας, η χειροτονία
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἱερωσύναι
ιερατικά έργα, θυσίες, τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το -ω- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως (πρβλ. αγιωσύνη, μεγαλωσύνη)].

Greek Monotonic

ἱερωσύνη: Ιων. ἱρ-, ἡ (ἱερεύς), αξίωμα ιερέα, ιεροσύνη, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

ἱερεύς
the office of priest, priesthood, Hdt., Attic

Chinese

原文音譯:ƒerwsÚnh 希誒羅需尼
詞類次數:名詞(4)
原文字根:聖的 共同(的)
字義溯源:神聖,祭司的職任,祭司職分,祭司;源自(ἱερός)*=聖的)
出現次數:總共(3);來(3)
譯字彙編
1) 祭司職分(3) 來7:11; 來7:12; 來7:24

Translations

priesthood

Belarusian: свяшчэ́нства, папо́ўства; Breton: belegiezh; Bulgarian: свеще́нство; Chinese Finnish: pappeus; French: sacerdoce, prêtrise; Galician: sacerdocio; German: Priestertum, Priesteramt; Ancient Greek: ἱερωσύνη, ἱερατεία, ἱεράτευμα; Irish: sagartacht; Italian: sacerdozio; Latin: sacerdōtium; Latvian: priesterība; Macedonian: свештенство; Polish: kapłaństwo; Portuguese: sacerdócio; Russian: свяще́нство, попо́вство; Spanish: sacerdocio; Swedish: prästerskap; Telugu: అర్చకత్వము; Ukrainian: свяще́нство, попі́вство