τρώγλη: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trogli
|Transliteration C=trogli
|Beta Code=trw/glh
|Beta Code=trw/glh
|Definition=(also [[τρῶγλα]], ''Glossaria''), ἡ, ([[τρώγω]]) [[hole formed by gnawing]], esp. [[a mouse's hole]], Batr.52, Babr.31.17: generally, [[hole]], Arist. ''HA''552b28, al.; of a [[serpent]], Herod.4.90: pl., [[cave]]s, [[LXX]] ''1 Ki.''14.11; [[hole]]s ([[gnaw]]ed) in [[clothes]], Batr.184; of [[canal]]s in the [[flesh]], Hp. ''Carn.''9.
|Definition=(also [[τρῶγλα]], ''Glossaria''), ἡ, ([[τρώγω]]) [[hole formed by gnawing]], esp. [[a mouse's hole]], Batr.52, Babr.31.17: generally, [[hole]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''552b28, al.; of a [[serpent]], Herod.4.90: pl., [[cave]]s, [[LXX]] ''1 Ki.''14.11; [[hole]]s ([[gnaw]]ed) in [[clothes]], Batr.184; of [[canal]]s in the [[flesh]], Hp. ''Carn.''9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:43, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώγλη Medium diacritics: τρώγλη Low diacritics: τρώγλη Capitals: ΤΡΩΓΛΗ
Transliteration A: trṓglē Transliteration B: trōglē Transliteration C: trogli Beta Code: trw/glh

English (LSJ)

(also τρῶγλα, Glossaria), ἡ, (τρώγω) hole formed by gnawing, esp. a mouse's hole, Batr.52, Babr.31.17: generally, hole, Arist.HA552b28, al.; of a serpent, Herod.4.90: pl., caves, LXX 1 Ki.14.11; holes (gnawed) in clothes, Batr.184; of canals in the flesh, Hp. Carn.9.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
trou fait par un animal rongeur.
Étymologie: τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρώγλη -ης, ἡ [τρώγω] hol, gat.

German (Pape)

ἡ, Loch, Höhle, Vetera Lexica; Strat. 97 (XI.22); Arist. H.A. 5.20.

Russian (Dvoretsky)

τρώγλη:τρώγω отверстие, дыра Batr., Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τρώγλη: ἡ, (τρώγω) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον μέρος τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, κυρίως τρῦπα μυός, «ποντικότρυπα», ἀλλά καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· καθόλου, πᾶσα ὀπή, κοιλότης, «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· τρῦπα εἰς ἔνδυμα ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α
1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά
2. φωλιά ζώου
νεοελλ.
μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη»)
αρχ.
1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα
2. οπή σε ένδυμα που γίνεται από ποντίκι
3. στον πληθ. αἱ τρῶγλαι
πόροι επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ- του τρώγω + επίθημα -λη (πρβλ. ουλή, στήλη)].

Greek Monotonic

τρώγλη: ἡ (τρώγω), τρύπα που δημιουργείται από διάβρωση, τρύπα της φωλιάς ποντικιού, σε Βατραχομ., σε Βάβρ.

Middle Liddell

τρώγλη, ἡ, τρώγω
a hole formed by gnawing, a mouse's hole, Batr., Babr.

Mantoulidis Etymological

(=ποντικότρυπα, σπηλιά). Ἀπό τό τρώγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.