τολμηρός: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />courageux, hardi, audacieux ; τὸ τολμηρόν hardiesse;<br /><i>Cp.</i> τολμηρότερος, <i>Sp.</i> τολμηρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[τόλμα]].
|btext=ά, όν :<br />[[courageux]], [[hardi]], [[audacieux]] ; [[τὸ τολμηρόν]] = [[hardiesse]];<br /><i>Cp.</i> τολμηρότερος, <i>Sp.</i> τολμηρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[τόλμα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:11, 27 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμηρός Medium diacritics: τολμηρός Low diacritics: τολμηρός Capitals: ΤΟΛΜΗΡΟΣ
Transliteration A: tolmērós Transliteration B: tolmēros Transliteration C: tolmiros Beta Code: tolmhro/s

English (LSJ)

τολμηρά, τολμηρόν, usual prose form for τολμήεις (courageous, daring, reckless), Antipho 3.3.1, And.1.110, Lys.7.19, etc.; οἱ τολμηρότατοι Isoc. 3.21; προθυμία τολμηροτάτη Th.1.74; τὸ τολμηρὸν τινῶν their hardihood, ib.102; τὸ τολμηρότερον your greater daring, Id.2.87; τ. πολλὰ δρᾶν Arist.EN1117a2; κἂν εἰ τολμηρότερον εἰρῆσθαι Pl.Sph.267d: also in Poets, E.Supp.305, Ar.Nu.445 (anap.), Bion 1.60; ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον Men.738; opp. εὔτολμος, Id.Mon.153. Adv. τολμηρῶς = in a bold way Th.3.74,83, X.Smp.2.12, etc.: Comp. τολμηρότερον Th.4.126, Plb.1.17.7, Ep.Rom.15.15: Sup. τολμηρότατα Poll.3.136.

German (Pape)

[Seite 1126] gew, prof. Form, auch Tragg., wie Eur. Suppl. 317, statt τολμήεις, kühn; Antiph. 3 γ 1; Andoc. 1, 110; Lys. 31, 1; Thuc. 1, 74. 4, 126; Plat. Legg. VIII, 835 c; neben ἰταμός, dem βραδύς u. ὀκνηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24; auch tadelnd, im superl., Isocr. 3, 21; Sp., σὺν νῷ τολμηρότατος Pol. 13, 35, 6. – Adv., Thuc. 3, 83.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
courageux, hardi, audacieux ; τὸ τολμηρόν = hardiesse;
Cp. τολμηρότερος, Sp. τολμηρότατος.
Étymologie: τόλμα.

Russian (Dvoretsky)

τολμηρός:
1 отважный, смелый (προθυμία Thuc.);
2 дерзкий (κατηγορίαι Lys.).

Greek (Liddell-Scott)

τολμηρός: -ά, -όν, ὁ συνήθης ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τύπος ἀντὶ τοῦ ποιητικοῦ τολμήεις, Ἀντιφῶν 122. 30, Ἀνδοκ. 15. 3, Λυσί. 110. 5, Πλάτ., κλπ.· προθυμία τολμηροτάτη Θουκ. 1. 74· τὸ τολμηρόν τινος, ἡ τόλμη, τὸ θάρρος, αὐτόθι 102· τὸ τολμηρότερον, ἡ μεγαλειτέρα αὐτοῦ τόλμη, ὁ αὐτ. 2. 87· τολμηρὰ πολλὰ δρᾶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 11· κἂν ᾖ τολμηρότερον εἰρῆσθαι Πλάτ. Σοφιστ. 267D· - ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱκ. 305, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Βίων 1. 60· ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 194· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἰταμός, θρασύς, ἀντίθετον τῷ εὔτολμος, ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 153. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Θουκ. 3. 74, 83, Ξενοφ., κλπ. - Συγκρ. -ότερον Θουκ. 4. 126· ὑπερθετ. -ότατα, Πολυδ. Γ΄, 136. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 518.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τολμηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.)
2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.)
3. (κατ' επέκτ.) θρασύς, αναιδής
νεοελλ.
1. αδιάντροπος, ξετσίπωτος («τολμηρά λόγια»)
2. προκλητικός («τολμηρό φόρεμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τολμηρόν
α) τόλμη, θάρρος («δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρόν», Θουκ.)
β) τολμηρή πράξη.
επίρρ...
τολμηρώς / τολμηρῶς ΝΜΑ, και τολμηρά Ν
κατά τρόπο τολμηρό, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, πονηρός)].

Greek Monotonic

τολμηρός: -ά, -όν (τολμάω), = τολμήεις, σε Θουκ.· τὸ τολμηρόν τινος, η τόλμη, το θάρρος του, στον ίδ.· επίρρ., τολμηρῶς, στον ίδ.· συγκρ. τολμηρότερον, στον ίδ.

Middle Liddell

τολμηρός, ή, όν τολμάω = τολμήεις, Thuc.]
τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.

Chinese

原文音譯:tolmhrÒteron 拖而姆羅帖朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更)敢(著)
字義溯源:更加勇敢,勇敢的,放膽的,膽敢的,輕率的;源自(τολμάω)=冒險,付諸行動),而 (τολμάω)出自(τόκος)X*=勇敢)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 放膽(1) 羅15:15

English (Woodhouse)

bold, brave, daring, venturesome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)