ὑπέρλαμπρος: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρλαμπρος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], [[λαμπρότατος]] («ὑπερλάμπροις | |mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρλαμπρος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], [[λαμπρότατος]] («ὑπερλάμπροις ἀκτῖσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[μεγαλοπρεπής]], μεγαλοπρεπέστατος<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) πολύ διακεκριμένος («[[ὑπέρλαμπρος]] καὶ ἐξοχώτατος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ήχο) πολύ [[καθαρός]], [[ευκρινής]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρλαμπρον</i><br />με [[μεγάλη]] ηχητική [[καθαρότητα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
English (LSJ)
ὑπέρλαμπρον,
A exceedingly bright, ἀκτῖνες Ar.Nu.571 (lyr.).
2 very splendid, ἀγορά Aristid.Or.18(20).6.
II of sound, very clear or loud: neut. as adverb, ὀλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον D.18.260.
III very distinguished, Plu.Pomp.14; in titles, ἡ ὑ. ὑμῶν εὐσέβεια, τὸ ὑ. ὑμῶν ὕψος, PLips.34.21 (iv A. D.), PMasp.8.9 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1198] übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 trop brillant;
2 en parl. de la voix, adv. • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.
Étymologie: ὑπέρ, λαμπρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρλαμπρος:
1 ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);
2 покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρλαμπρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν λαμπρός, ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, λίαν λαμπρός, καθαρός, σαφής, εὐκρινὴς ἢ ἰσχυρός· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῖσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.
Greek Monotonic
ὑπέρλαμπρος: -ον, I. υπερβολικά λαμπρός, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για ήχο, καθαρός, σαφής ή ευκρινής, ισχυρός, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑπέρ-λαμπρος, ον,
I. exceeding bright, Ar.
II. of sound, very clear or loud, Dem.