καθημέριος: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathimerios | |Transliteration C=kathimerios | ||
|Beta Code=kaqhme/rios | |Beta Code=kaqhme/rios | ||
|Definition=Dor. [[καθαμέριος]], | |Definition=Dor. [[καθαμέριος]], καθημερια, καθημέριον, [[day by day]], [[daily]] (καθ' ἡμέραν), neut. as adverb, E.Ph. 229 (lyr.); [[μοῖρα]] καθημέριος S.El.1414(dub., lyr.):—later also [[καθημερινός]], καθημερινή, καθημερινόν, [[δίαιτα]] LXXJu.12.15, cf. Plu.2.141b, al.; [[διακονία]] Act.Ap.6.1; [[γυμνασία]] Ael.Tact.3.1, Plu.Lyc.10, Ath.1.10c; of fevers, [[quotidian]], later word for [[ἀμφημερινός]] ([[quod vide|q.v.]]), especially of non-[[remittent]] [[quotidian]]s, Gal.7.354, 17(1).221; [[ῥῖγος]] PTeb.275.21 (iii A.D.); φρίξ POxy.924.3 (iv A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:37, 24 February 2024
English (LSJ)
Dor. καθαμέριος, καθημερια, καθημέριον, day by day, daily (καθ' ἡμέραν), neut. as adverb, E.Ph. 229 (lyr.); μοῖρα καθημέριος S.El.1414(dub., lyr.):—later also καθημερινός, καθημερινή, καθημερινόν, δίαιτα LXXJu.12.15, cf. Plu.2.141b, al.; διακονία Act.Ap.6.1; γυμνασία Ael.Tact.3.1, Plu.Lyc.10, Ath.1.10c; of fevers, quotidian, later word for ἀμφημερινός (q.v.), especially of non-remittent quotidians, Gal.7.354, 17(1).221; ῥῖγος PTeb.275.21 (iii A.D.); φρίξ POxy.924.3 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1285] am heutigen Tage, νῦν σε μοῖρα καθαμερία φθίνει Soph. El. 1406, Schol. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν; – täglich, Eur. Phoen. 237.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de ce jour-ci, d'aujourd'hui ; quotidien.
Étymologie: κατά, ἡμέρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθημέριος -α -ον, Dor. καθᾱμέριος [κατά, ἡμέρα] dagelijks:; μοῖρα καθημερία ons dagelijks lot Soph. El. 1413; Dor. n. adv. καθᾱμέριον.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθημέριος: дор. καθᾱμέριος 3
1 ежедневный, повседневный, т. е. неиссякающий (πολύκαρπος βότρυς Eur.);
2 нынешний (μοῖρα Soph.).
Greek Monolingual
καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, -ία, -ον (Α)
1. καθημερινός
2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῦν σε μοῖρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].
Greek Monotonic
καθημέριος: Δωρ. κάθ-αμ-, -α, -ον,
I. αυτός που έρχεται μέρα με τη μέρα, καθημερινός (καθ' ἡμέραν), σε Ευρ.· μεταγεν. επίσης καθημερινός, -ή, -όν, σε Πλούτ.
II. αυτός που υπάρχει την παρούσα ημέρα, ημερήσιος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καθημέριος: Δωρ. καθαμ-, α, ον, καθημερινὸς (καθ’ ἡμέραν), Εὐρ. Φοίν. 229· - παρὰ μεταγεν. καθημερινός, ή, όν, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, Ἀθήν. 259F· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 53 (ὅστις ὅμως συγχέει αὐτὸ πρὸς τὸ μεθημερινὸς). ΙΙ. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, νῦν σε μοῖρα καθαμερία φθίνει, φθίνει, «κατὰ ταύτην σε τὴν ἡμέραν ἡ Μοῖρα εἰς φθορὰν καὶ ἐλάττωσιν τοῦ γένους ἄγει» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 1414, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἐξέδωκε: νῦν σοι μοῖρα καθαμερία φθίνει φθίνει ἑρμηνεύων τό: φθίνει ἀμεταβάτως.
Middle Liddell
I. day by day, daily (καθ' ἡμέραν), Eur.:—later also καθημερινός, ή, όν, Plut.
II. on this day, Soph.