κατάκτησις: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[acquisition]], [[conquête]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακτάομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[acquisition]], [[conquête]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακτάομαι]].
}}
{{ls
|lstext='''κατάκτησις''': -εως, ἡ, τελεία [[κτῆσις]], τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν [[πέλας]], γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] [[verwerving]], [[verovering]].
|elnltext=κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] [[verwerving]], [[verovering]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατάκτησις]]) [[κατακτῶμαι]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]], η [[κυριότητα]], η [[επιτυχία]] [[μετά]] από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η [[κατάκτηση]] του πλούτου» β. «η [[κατάκτηση]] του διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς [[κατάκτησις]]», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> η [[επιβολή]] δύναμης με βίαιο τρόπο, η [[καθυπόταξη]] πραγμάτων, ανθρώπων, χωρών με βίαια [[μέσα]] («ἐθνῶν μεγάλων ἐπὶ κατακτήσει γῆς [[ἄρτι]] τὸν Ῥῆνον διαβεβηκότων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η κατακτημένη [[χώρα]] («η Αγγλία είχε πολλές κατακτήσεις»)<br /><b>2.</b> [[επίτευγμα]] («οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας [[είναι]] [[σήμερα]] αμέτρητες»)<br /><b>3.</b> η [[προσέλκυση]] του ενδιαφέροντος ενός ατόμου<br /><b>4.</b> ερωτική [[επιτυχία]] («στα [[νιάτα]] του είχε πολλές κατακτήσεις»).
}}
{{ls
|lstext='''κατάκτησις''': -εως, ἡ, τελεία [[κτῆσις]], τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν [[πέλας]], γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.
}}
}}

Revision as of 17:20, 26 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκτησις Medium diacritics: κατάκτησις Low diacritics: κατάκτησις Capitals: ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΣ
Transliteration A: katáktēsis Transliteration B: kataktēsis Transliteration C: kataktisis Beta Code: kata/kthsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, acquisition, πραγμάτων, Χώρας, γῆς, Plb.4.77.2, Str.8.3.33, Plu.Caes.22; αὐτονομίας D.S.17.74; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.Rh.2.261 S.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, das Erwerben, Erlangen; πραγμάτων, der Herrschaft, Pol. 4, 77, 2; γῆς Plut. Caes. 22; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acquisition, conquête.
Étymologie: κατακτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατάκτησις: εως ἡ приобретение, овладевание (πραγμάτων Polyb.; γῆς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] verwerving, verovering.

Greek Monolingual

η (AM κατάκτησις) κατακτῶμαι
1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση του πλούτου» β. «η κατάκτηση του διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.)
2. η επιβολή δύναμης με βίαιο τρόπο, η καθυπόταξη πραγμάτων, ανθρώπων, χωρών με βίαια μέσα («ἐθνῶν μεγάλων ἐπὶ κατακτήσει γῆς ἄρτι τὸν Ῥῆνον διαβεβηκότων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. η κατακτημένη χώρα («η Αγγλία είχε πολλές κατακτήσεις»)
2. επίτευγμα («οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι σήμερα αμέτρητες»)
3. η προσέλκυση του ενδιαφέροντος ενός ατόμου
4. ερωτική επιτυχία («στα νιάτα του είχε πολλές κατακτήσεις»).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτησις: -εως, ἡ, τελεία κτῆσις, τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν πέλας, γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.