ἐπείπερ: Difference between revisions
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[ἐπεί]] περ, Conj. [[seeing]] that, Aesch., etc. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese |
Latest revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
or ἐπεί περ, v. ἐπεί B. 1, 2, 5.
German (Pape)
[Seite 911] da ja doch, weil doch, bei Hom. stets getrennt; Soph. O. C. 75 El. 790; Eur. Hec. 1286; ἐπείπερ ἄνθρωπός εἰμι Xen. An. 5, 9, 26, vgl. Krüger daselbst; ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα Plat. Phaed. 114 d, wie Xen. Cyr. 8, 1, 5.
French (Bailly abrégé)
conj. avec l'ind.
puisqu'enfin, puisqu'en vérité.
Étymologie: ἐπεί, περ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπείπερ: (тж. раздельно) так как, ведь Hom., Trag., Xen., etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείπερ: ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε μετὰ παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, ἐπεὶ σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.
English (Autenrieth)
English (Strong)
from ἐπεί and περ; since indeed (of cause): seeing.
English (Thayer)
conjunction (ἐπεί, περ), since indeed, since at all events; (it introduces a known and unquestioned certainty): R G (but L Tr εἰ περ, T WH εἴπερ). Cf. Hermann ad Vig., p. 784; (Bäumlein, p. 204; Winer's Grammar, 418 (417). From the Tragg. down.)
Greek Monolingual
ἐπείπερ και ἐπεί περ (Α)
(σύνδ.) επειδή όμως, επειδή και («ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπείπερ: ή ἐπείπερ, σύνδ., δεδομένου ότι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐπεί περ, Conj. seeing that, Aesch., etc.
Chinese
原文音譯:™pe⋯per 誒普-誒-胚而
詞類次數:連詞(1)
原文字根:在上-若-即使
字義溯源:既然如此,既是;由(ἐπεί)=因此)與(περ)=多,果然)組成;其中 (ἐπεί)又由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(εἰ)*=若)組成,而 (περ)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)。註:和合本以 (εἴπερ)代替 (ἐπείπερ)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 既是(1) 羅3:30
English (Woodhouse)
(see also: ἐπεί) since, seeing that