ὀφθαλμία: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofthalmia | |Transliteration C=ofthalmia | ||
|Beta Code=o)fqalmi/a | |Beta Code=o)fqalmi/a | ||
|Definition=Ion. [[ὀφθαλμίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[ophthalmia]], a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, ''Epid.''1.5 (both pl.), ''Vid.Ac.''9 (sg.), Ar.''Pl.''115, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 3.8.3, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''255d, ''Alc.''2.139e, etc.; | |Definition=Ion. [[ὀφθαλμίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[ophthalmia]], a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, ''Epid.''1.5 (both pl.), ''Vid.Ac.''9 (sg.), Ar.''Pl.''115, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 3.8.3, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''255d, ''Alc.''2.139e, etc.; ὀφθαλμίαι ξηραί Hp.Aër. [[l.c.]]; <b class="b3">ὀφθαλμίαι ὑγραί</b> ib.3.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[φθόνος]] ὀ. τίς ἐστιν ψυχῆς Phld.''Vit.'' p.21 J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ophtalmie avec épanchement d'humeurs et chassie;<br /><b>2</b> [[cécité]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[ophtalmie]] avec épanchement d'humeurs et chassie;<br /><b>2</b> [[cécité]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:44, 12 March 2024
English (LSJ)
Ion. ὀφθαλμίη, ἡ,
A ophthalmia, a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, Epid.1.5 (both pl.), Vid.Ac.9 (sg.), Ar.Pl.115, X.Mem. 3.8.3, Pl.Phdr.255d, Alc.2.139e, etc.; ὀφθαλμίαι ξηραί Hp.Aër. l.c.; ὀφθαλμίαι ὑγραί ib.3.
II metaph., φθόνος ὀ. τίς ἐστιν ψυχῆς Phld.Vit. p.21 J.
German (Pape)
[Seite 425] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που ἄνθρωπος ὀφθαλμούς, ᾧ ὄνομα ὀφθαλμία, Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ophtalmie avec épanchement d'humeurs et chassie;
2 cécité.
Étymologie: ὀφθαλμός.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμία: ἡ
1 воспаление глаз (преимущ. гнойное) Xen., Plat., Arst., Plut.;
2 слепота: ἀπαλλάξειν τινὰ τῆς ὀφθαλμίας Arph. освободить кого-л. от слепоты.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμία: ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ ἔκκρισις ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφθαλμία, ἡ πήρωσις. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».
Greek Monolingual
ὀφθάλμια, τὰ (Α)
βλ. οφθάλμιος.
η (Α ὀφθαλμία, ιων. τ. ὀφθαλμίη) οφθαλμός
νεοελλ.
γενική ονομασία τών φλεγμονωδών παθήσεων του οφθαλμού και τών οργάνων του («οφθαλμία τών χιόνων» — έντονη επιπεφυκίτιδα με πόνο του ματιού, δακρύρροια, φωτοφοβία και, μερικές φορές, ελαφρά εξέλκωση του κερατοειδούς, η οποία οφείλεται στην ανάκλαση τών ηλιακών ακτίνων από τα χιόνια)
αρχ.
1. νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εκκρίνεται υγρό
2. μτφ. φθόνος.
Greek Monotonic
ὀφθαλμία: ἡ (ὀφθαλμός), οφθαλμία, πάθηση των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ὀφθαλμία, ἡ, ὀφθαλμός
ophthalmia, Ar., Xen., etc.