φαλαγγίτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φᾰλαγγίτης:''' ου (ῑ) ὀ солдат фаланги, рядовой, (в Риме; лат. [[legionarius]]) легионер Polyb., Diod.
|elrutext='''φᾰλαγγίτης:''' ου (ῑ) ὀ солдат фаланги, рядовой, (в Риме; лат. [[legionarius]]) [[легионер]] olyb., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:27, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγίτης Medium diacritics: φαλαγγίτης Low diacritics: φαλαγγίτης Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΤΗΣ
Transliteration A: phalangítēs Transliteration B: phalangitēs Transliteration C: falaggitis Beta Code: falaggi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A soldier in a phalanx, Plb.4.12.12, D.S.18.2, D.H.4.18.
II = φαλάγγιον ΙΙ, Gal.12.150:—also fem. φαλαγγῖτις, ιδος, ἡ, Dsc.3.108.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = φαλάγγιον 2, Galen.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαγγίτης: ου (ῑ) ὀ солдат фаланги, рядовой, (в Риме; лат. legionarius) легионер olyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγίτης: [ῑ], -ου, ὁ, στρατιώτης ἐν φάλαγγι, Λατ. legionarius, Πολύβ. 4. 12, 12, κλπ. ΙΙ. = φαλάγγιον, ΙΙ, Γαλην. τ. 13, σ. 239.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῖτις, -ίτιδος, Α
στρατιώτης φάλαγγας
νεοελλ.
1. απόμαχος του τακτικού στρατού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
2. μέλος της δεύτερης βαθμίδας της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε αντιδιαστολή προς τον σκαπανέα, μέλος της πρώτης βαθμίδας
3. μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες
4. (στην Ισπανία) μέλος της φασιστικής φάλαγγας του στρατηγού Φράνκο
6. (στον Λίβανο) ένοπλος που ανήκει στην χριστιανική μειονότητα
αρχ.
(το αρσ.) είδος βοτάνου για τη θεραπεία τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης φαλάγγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ίτης].