ἰξοφόρος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iksoforos | |Transliteration C=iksoforos | ||
|Beta Code=i)cofo/ros | |Beta Code=i)cofo/ros | ||
|Definition=ἰξοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[having mistletoe growing thereon]], δρύες S.''Fr.''403: read by Agathocl. in Il.14.398.<br><span class="bld">II</span> [[limed]], δόναξ Opp.''H.''1.32. | |Definition=ἰξοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[having mistletoe growing thereon]], δρύες [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''403: read by Agathocl. in Il.14.398.<br><span class="bld">II</span> [[limed]], δόναξ Opp.''H.''1.32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:00, 23 March 2024
English (LSJ)
ἰξοφόρον,
A having mistletoe growing thereon, δρύες S.Fr.403: read by Agathocl. in Il.14.398.
II limed, δόναξ Opp.H.1.32.
German (Pape)
[Seite 1255] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als v.l. Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui porte ou produit de la glu;
2 englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἰξοφόρος: покрывающийся омелой или дающий птичий клей (δρῦς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοφόρος: -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ ἰξός, ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόναξ Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
Greek Monolingual
ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.