ποικιλομήτης: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Rath" to "Rat") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Ratschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 15:15, 16 April 2024
English (LSJ)
ποικιλομήτου, ὁ, voc. μῆτα, full of various wiles, epithet of Odysseus, Il.11.482, Od.3.163, 13.293; of Zeus, h.Ap.322; of Hermes, h.Merc.155.
German (Pape)
[Seite 650] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Ratschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fertile en expédients, artificieux.
Étymologie: ποικίλος, μῆτις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλομήτης -ου [ποικίλος, μῆτις] listig.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλομήτης: ου adj. m изобретательный, хитроумный (Ὀδυσσεύς Hom.; Ἑρμῆς HH).
English (Autenrieth)
(μῆτις): with versatile mind, fertile in device, inventive, cunning.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Οδυσσέως, του Διός και του Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλομήτης].
Greek Monotonic
ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα (μῆτις)· γεμάτος με επινοήσεις διάφορες, πολυμήχανος, πανούργος, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα, πλήρης ποικίλων τεχνασμάτων, πολυμήχανος, πανοῦργος, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Λ. 482, Ὀδ. Γ. 163, Ν. 293˙ τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 323˙ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 155˙ ― πρβλ. ποικιλόβουλος.
Middle Liddell
ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ, μῆτις
full of various wiles, wily-minded, Hom.