ὄρεγμα: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oregma | |Transliteration C=oregma | ||
|Beta Code=o)/regma | |Beta Code=o)/regma | ||
|Definition=ὀρέγματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[stretching out]], τὰ χερὸς ὀρέγματα A.''Ch.''426 (lyr.); <b class="b3">προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα</b> (as Herm. from Sch. for [[ὀρεγόμενα]] of cod. M) A.''Ag.''1111 (lyr.); βημάτων ὄρεγμα Id.''Ch.''799 (lyr., but the passage is corrupt); | |Definition=ὀρέγματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[stretching out]], τὰ χερὸς ὀρέγματα A.''Ch.''426 (lyr.); <b class="b3">προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα</b> (as Herm. from Sch. for [[ὀρεγόμενα]] of cod. M) A.''Ag.''1111 (lyr.); βημάτων ὄρεγμα Id.''Ch.''799 (lyr., but the passage is corrupt); ὄρεγμα ποδός ''APl.''4.189 (Nic.): abs., <b class="b3">διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ὀρέγματος</b> of their [[reach]] or [[stride]], of [[camel]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''632a31; v. [[ἁμιλλάομαι]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">2</span> [[holding out]], [[offering]], παρηΐδων E.''Ph.''307 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> a measure of [[length]], a subdivision of the [[σχοῖνος]], ''Tab.Heracl.''2.33, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρεγμα''': τό, ([[ὀρέγω]]) τὸ ἐκτείνειν, [[ἅπλωμα]], [[ἄνοιγμα]], τὰ χερὸς ὀρέγματα Αἰσχύλ. Χο. 426· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἐκ τοῦ Σχολ. ἀντὶ ὀρεγομένᾱ τοῦ Μεδ. Κώδικ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· οὕτω, βημάτων [[ὄρεγμα]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 799 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον)· | |lstext='''ὄρεγμα''': τό, ([[ὀρέγω]]) τὸ ἐκτείνειν, [[ἅπλωμα]], [[ἄνοιγμα]], τὰ χερὸς ὀρέγματα Αἰσχύλ. Χο. 426· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἐκ τοῦ Σχολ. ἀντὶ ὀρεγομένᾱ τοῦ Μεδ. Κώδικ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· οὕτω, βημάτων [[ὄρεγμα]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 799 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον)· ὄρεγμα ποδὸς Ἀνθ. Πλαν. 189· ἀπολ., διὰ τὸ [[μέγεθος]] τοῦ ὀρ., τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ βήματος ἢ βαδίσματος αὐτῶν, ἐπὶ τῶν καμήλων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 9· ἴδε ἐν λέξ. [[ἁμιλλάομαι]] ΙΙ. 2) τὸ ἐκτείνειν τι πρὸς τὰ ἔξω, τὸ προσφέρειν τι, παρηίδων Εὐρ. Φοίν. 307. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]] μήκους [[εἶναι]] [[ὑποδιαίρεσις]] τοῦ σχοίνου. Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 49, 55, κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὄρεγμα]], ατος, τό, [[ὀρέγω]]<br /><b class="num">1.</b> [[ | |mdlsjtxt=[[ὄρεγμα]], ατος, τό, [[ὀρέγω]]<br /><b class="num">1.</b> an [[outstretching]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> a holding out, [[offering]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:01, 20 April 2024
English (LSJ)
ὀρέγματος, τό,
A stretching out, τὰ χερὸς ὀρέγματα A.Ch.426 (lyr.); προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (as Herm. from Sch. for ὀρεγόμενα of cod. M) A.Ag.1111 (lyr.); βημάτων ὄρεγμα Id.Ch.799 (lyr., but the passage is corrupt); ὄρεγμα ποδός APl.4.189 (Nic.): abs., διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ὀρέγματος of their reach or stride, of camels, Arist.HA632a31; v. ἁμιλλάομαι ΙΙ.
2 holding out, offering, παρηΐδων E.Ph.307 (lyr.).
II a measure of length, a subdivision of the σχοῖνος, Tab.Heracl.2.33, al.
German (Pape)
[Seite 370] τό, das Ausgestreckte, die Strecke, der Raum; τοῦτ' ἰδεῖν δάπεδον, ἀνομένων πημάτων ὄρεγμα, Aesch. Ch. 788; das Ausstrecken, τὰ χερὸς ὀρέγματα, ib. 420; παρηΐδων, Eur. Phoen. 314; ποδός, Nicia 6 (Plan. 189); der Schritt, Arist, H. A. 9, 50. – Auch als Längenmaaß, mit σχοῖνος u. πούς vrbdn.
French (Bailly abrégé)
ὀρέγματος (τό) :
ce qu'on étend ; particul. pied tendu, main tendue, écartement des pieds ou des bras.
Étymologie: ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὄρεγμα: ὀρέγματος τό
1 вытягивание, растягивание: τὰ χερὸς ὀρέγματα Aesch. взмахи рук (наносящих себе удары плакальщиц); τὸ μέγεθος τοῦ ὀρέγματος Arst. ширина шага; ὄ. δεινὸν ἁμιλλᾶσθαι Eur. бежать во всю прыть; βημάτων ὄ. Aesch. шаг, поступь;
2 протягивание (для поцелуя) (παρηΐδων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρεγμα: τό, (ὀρέγω) τὸ ἐκτείνειν, ἅπλωμα, ἄνοιγμα, τὰ χερὸς ὀρέγματα Αἰσχύλ. Χο. 426· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἐκ τοῦ Σχολ. ἀντὶ ὀρεγομένᾱ τοῦ Μεδ. Κώδικ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· οὕτω, βημάτων ὄρεγμα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 799 (ἀλλὰ τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον)· ὄρεγμα ποδὸς Ἀνθ. Πλαν. 189· ἀπολ., διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ὀρ., τὸ ἄνοιγμα τοῦ βήματος ἢ βαδίσματος αὐτῶν, ἐπὶ τῶν καμήλων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 9· ἴδε ἐν λέξ. ἁμιλλάομαι ΙΙ. 2) τὸ ἐκτείνειν τι πρὸς τὰ ἔξω, τὸ προσφέρειν τι, παρηίδων Εὐρ. Φοίν. 307. ΙΙ. ὡς μέτρον μήκους εἶναι ὑποδιαίρεσις τοῦ σχοίνου. Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 49, 55, κἑξ.
Greek Monotonic
ὄρεγμα: ὀρέγματος, τό (ὀρέγω),
1. άπλωμα, άνοιγμα, τέντωμα, σε Αισχύλ.
2. άπλωμα με το χέρι, προσφορά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὄρεγμα, ατος, τό, ὀρέγω
1. an outstretching, Aesch.
2. a holding out, offering, Eur.