συγκολλάω: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkollao | |Transliteration C=sygkollao | ||
|Beta Code=sugkolla/w | |Beta Code=sugkolla/w | ||
|Definition=[[glue together]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. ''Alex.''14: metaph., Pl.''Mx.''236b, Ar.''V.''1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.''Ti.''43a:—Pass., [[unite]], of a wound, Sor.1.36. | |Definition=[[glue together]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. ''Alex.''14: metaph., Pl.''Mx.''236b, Ar.''V.''1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.''Ti.''43a:—Pass., [[unite]], of a [[wound]], Sor.1.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 28 May 2024
English (LSJ)
glue together or cement together, IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. Alex.14: metaph., Pl.Mx.236b, Ar.V.1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.Ti.43a:—Pass., unite, of a wound, Sor.1.36.
German (Pape)
[Seite 969] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, zusammensetzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.
Étymologie: σύν, κολλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκολλάω [σύγκολλος] aan elkaar lijmen of aan elkaar vastplakken, samenvoegen.
Russian (Dvoretsky)
συγκολλάω:
1 склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2 собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).
Greek Monolingual
συγκολλῶ, συγκολλάω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, -άομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλάω: κολλῶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ, Σφ. 1041, Πλάτ. Μενέξ. 236Β· τινὰ εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· τινί τι Λουκ. Ἀλεξ. 14.
Greek Monotonic
συγκολλάω: κολλώ ή στερεώνω μαζί, συνδέω, σε Αριστοφ., Πλάτ.