ἄπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
m (Text replacement - ",," to ",")
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apedos
|Transliteration C=apedos
|Beta Code=a)/pedos
|Beta Code=a)/pedos
|Definition=ἄπεδον, ([[ἀ-]] copul., [[πέδον]]) [[level]], [[flat]], χώρη [[Herodotus|Hdt.]]1.110, cf. 9.25, 102, Th.7.78, X.''Cyn.''6.9:—Subst. [[ἄπεδον]], τό, [[flat]] [[surface]], [[Herodotus|Hdt.]]4.62.
|Definition=ἄπεδον, ([[ἀ-]] copul., [[πέδον]]) [[level]], [[flat]], χώρη [[Herodotus|Hdt.]]1.110, cf. 9.25, 102, Th.7.78, [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.9:—Subst. [[ἄπεδον]], τό, [[flat]] [[surface]], [[Herodotus|Hdt.]]4.62.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:53, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεδος Medium diacritics: ἄπεδος Low diacritics: άπεδος Capitals: ΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: ápedos Transliteration B: apedos Transliteration C: apedos Beta Code: a)/pedos

English (LSJ)

ἄπεδον, (ἀ- copul., πέδον) level, flat, χώρη Hdt.1.110, cf. 9.25, 102, Th.7.78, X.Cyn.6.9:—Subst. ἄπεδον, τό, flat surface, Hdt.4.62.

Spanish (DGE)

-ον
1 llano, liso χώρη Hdt.1.110, χῶρος Hdt.9.25, 102, χωρίον Th.7.78, cf. X.Cyn.6.9, Ael.NA 16.12, Aristid.Or.17.16, Lib.Or.11.22.
2 subst. τὸ ἄ. superficie plana Hdt.4.62.

German (Pape)

[Seite 283] (πέδον, α copulat.), eben, Her. 9, 102; τὸ ἄπεδον, die Ebene, 4, 62; Thuc. 7, 78 u. Sp.; χωρία ἄπεδα Ael. H. A. 16, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plan, uni.
Étymologie: ἀ- cop., πέδον.

Russian (Dvoretsky)

ἄπεδος: плоский, ровный, равнинный (χώρη Her.; χωρίον Thuc.): ἐν ἀπέδοις Xen. на равнинах.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπεδος: -ον, (α ἄθροιστ. -πέδον), ἐπίπεδος, ἴσος πεδινός, Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, ἐπίπεδος ἐπιφάνεια, πεδιάς, Ἡρόδ. 4. 62.

Greek Monolingual

ἄπεδος, -ον (Α)
1. πεδινός, επίπεδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον
η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»].

Greek Monotonic

ἄπεδος: -ον (α αθροιστικό και πέδον), ομαλός, επίπεδος, ομοιόμορφος, ίσιος, πεδινός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἄπεδον, τό, πεδιάδα, επίπεδη επιφάνεια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

copulat., πέδον
even, level, flat, Hdt., Thuc., etc.: —ἄπεδον, ου, τό, a plain, flat surface, Hdt.