ἱκέσιος: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "Aesch" to "Aesch") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikesios | |Transliteration C=ikesios | ||
|Beta Code=i(ke/sios | |Beta Code=i(ke/sios | ||
|Definition=ἱκεσία, ἱκέσιον, or ἱκέσιος, ἱκέσιον (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[of suppliants]] or [[for suppliants]], [[epithet]] of [[Zeus]], their [[protector]], A.''Supp.'' 616, S.''Ph.''484, E.''Hec.''345, ''SIG''929 (Cos); also Ἱκέσιος alone, ''IG''12 (3).402 (Thera); πρὸς Ἱκεσίου Luc.''Pisc.''3; ἱκεσία Θέμις Διός A.''Supp.'' 360 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> of or [[consisting of suppliants]], παρθένων ἱ. λόχος Id.''Th.''111 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[suppliant]], ἱκεσίους πέμπων λιτάς S.''Ph.''495; ἱκεσίαν.. προστροπάν E.''Heracl.''108 (lyr.); ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Id.''Supp.'' 102; <b class="b3">ἱκεσίᾳ χερί</b> ib.108; <b class="b3">ἀνάγκας ἱκεσίους λῦσαι</b> ib.39; of persons, ἱκέσιός σε λίσσομαι S.''Ant.''1230; ἱκεσία τε γίγνομαι E.''Med.''710: [[ἱκέσιος]], ὁ, as [[substantive]], [[suppliant]], Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ Ἱκέσιος</b> (''[[sc.]]'' [[ἔμπλαστρος]]), name of a [[plaster]], Paul.Aeg.3.62, 7.17; ἡ Ἱκεσίου Id.3.64. [ῐκ-, exc. metri gr. in A.R.2.215.] | |Definition=ἱκεσία, ἱκέσιον, or ἱκέσιος, ἱκέσιον (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[of suppliants]] or [[for suppliants]], [[epithet]] of [[Zeus]], their [[protector]], A.''Supp.'' 616, S.''Ph.''484, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''345, ''SIG''929 (Cos); also Ἱκέσιος alone, ''IG''12 (3).402 (Thera); πρὸς Ἱκεσίου Luc.''Pisc.''3; ἱκεσία Θέμις Διός A.''Supp.'' 360 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> of or [[consisting of suppliants]], παρθένων ἱ. λόχος Id.''Th.''111 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[suppliant]], ἱκεσίους πέμπων λιτάς S.''Ph.''495; ἱκεσίαν.. προστροπάν E.''Heracl.''108 (lyr.); ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Id.''Supp.'' 102; <b class="b3">ἱκεσίᾳ χερί</b> ib.108; <b class="b3">ἀνάγκας ἱκεσίους λῦσαι</b> ib.39; of persons, ἱκέσιός σε λίσσομαι S.''Ant.''1230; ἱκεσία τε γίγνομαι E.''Med.''710: [[ἱκέσιος]], ὁ, as [[substantive]], [[suppliant]], Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ Ἱκέσιος</b> (''[[sc.]]'' [[ἔμπλαστρος]]), name of a [[plaster]], Paul.Aeg.3.62, 7.17; ἡ Ἱκεσίου Id.3.64. [ῐκ-, exc. metri gr. in A.R.2.215.] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:48, 15 November 2024
English (LSJ)
ἱκεσία, ἱκέσιον, or ἱκέσιος, ἱκέσιον (v. infr.),
A of suppliants or for suppliants, epithet of Zeus, their protector, A.Supp. 616, S.Ph.484, E.Hec.345, SIG929 (Cos); also Ἱκέσιος alone, IG12 (3).402 (Thera); πρὸς Ἱκεσίου Luc.Pisc.3; ἱκεσία Θέμις Διός A.Supp. 360 (lyr.).
2 of or consisting of suppliants, παρθένων ἱ. λόχος Id.Th.111 (lyr.).
3 suppliant, ἱκεσίους πέμπων λιτάς S.Ph.495; ἱκεσίαν.. προστροπάν E.Heracl.108 (lyr.); ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Id.Supp. 102; ἱκεσίᾳ χερί ib.108; ἀνάγκας ἱκεσίους λῦσαι ib.39; of persons, ἱκέσιός σε λίσσομαι S.Ant.1230; ἱκεσία τε γίγνομαι E.Med.710: ἱκέσιος, ὁ, as substantive, suppliant, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).
II ἡ Ἱκέσιος (sc. ἔμπλαστρος), name of a plaster, Paul.Aeg.3.62, 7.17; ἡ Ἱκεσίου Id.3.64. [ῐκ-, exc. metri gr. in A.R.2.215.]
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;
2 protecteur des suppliants;
3 suppliant.
Étymologie: ἱκέτης.
German (Pape)
auch 2 Endg., den Schutzflehenden betreffend, den Schutzflehenden flehend; ἴδετε παρθένων ἱκέσιον λόχον Aesch. Spt. 106; ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. Ant. 1215; ἱκεσίους πέμπων λιτάς Phil. 493; Eur. ἱκεσίοις σὺν κλάδοις Suppl. 102; χεῖρας ἱκεσίους Or. 1414; ἱκεσία γίγνομαι, = ἱκέτις, Med. 708; App. B.C. 3.74; – Ζεὺς ἱκέσιος, als Schutzgott der Flehenden, Aesch. Suppl. 611, Soph. Phil. 482, Eur. Hec. 345; Ap.Rh. 2.215 [wo ι lang ist, wie in der Anth.]; so πρὸς Ἱκεσίου Luc. Pisc. 3; Paus.; – Θέμις, Aesch. Suppl. 360; θεοί, Eur. Suppl. 39.
Russian (Dvoretsky)
ἱκέσιος: и 2 (ῐκ)
1 просительный, умоляющий, молящий (παρθένων λόχος Aesch.; λιταί Soph.; προστροπή Eur.): ἱκεσίᾳ χερί Eur. умоляюще простирая руки; ἱκέσιός σε λίσσομαι Soph. я молю тебя; ἱκεσία γίγνομαι Eur. умоляю;
2 покровительствующий просящим (Ζεύς Aesch., Soph.; Θέμις Aesch.; θεός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέσιος: -α, -ον, ἢ ος, ον, (ἴδε κατωτ.) : ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς προστάτου τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 616. Σοφ. Φιλ. 484, Εὐρ. Ἑκ. 345· πρὸς Ἱκεσίου Λουκ. Ἁλ. 3· ὡσαύτως, ἱκεσία Θέμις Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 360· πρλλ. ἱκετήσιος, ἵκτιος. 2) ἀποτελούμενος ἐξ ἱκετίδων, παρθένων ἱκ. λόχος Αἰσχύλ. Θήβ. 111. 3) ἱκετευτικός, ἱκεσίους πέμπων λιτὰς Σοφ. Φιλ. 495· ἱκεσίαν... προστροπὰν Εὐρ. Ἡρακλ. 108· ἱκεσίοις σὺν κλάδοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 102· ἱκεσίᾳ χερὶ αὐτόθι 108· ἀνάγκας ἱκεσίους λύειν αὐτόθι 39: ― ἐπὶ προσώπων, ἱκέσιός σε λίσσομαι Σοφ. Ἀντιγ. 1290· ἱκεσία τε γίγνομαι Εὐρ. Μήδ. 710. ῐκ-, πλὴν χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 215.
Greek Monolingual
-ία, -ο (ΑΜ ἱκέσιος, -ον, θηλ. και -ία) ικέτης
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
δέηση ικέτη, αίτηση βοήθειας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
θερμή, ταπεινή παράκληση
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἱκέσιος (ενν. έμπλαστρος) είδος εμπλάστρου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκεσία
ικέτευμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη
3. αυτός που αποτελείται από ικέτιδες
4. ικετευτικός.
Greek Monotonic
ἱκέσιος: [ῐ], -α, -ον ή -ος, -ον,
1. (ἱκέτης) = ἱκετήσιος, σε Τραγ.
2. αυτός που αναφέρεται ή αποτελείται από ικέτιδες, σε Αισχύλ.
3. ικετευτικός, λέγεται για δεήσεις, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
ἱ˘κέσιος, η, ον ἱκέτης
1. = ἱκετήσιος, Trag.
2. of or consisting of suppliants, Aesch.
3. suppliant, of prayers, Soph., Eur.; of persons, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
suppliant, protecting suppliants, supplicating, supplicatory