περικλείω: Difference between revisions
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic -[[κληίω]] old Attic -[[κλῄω]] fut. -σω<br />to [[shut]] in all [[round]], [[surround]] on all sides, Hdt., Thuc.; so in Mid., περικλῄσασθαι τὰς [[ναῦς]] to get them surrounded, Thuc.; and in Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Thuc. | |mdlsjtxt=ionic -[[κληίω]] old Attic -[[κλῄω]] fut. -σω<br />to [[shut]] in all [[round]], [[surround]] on all sides, Hdt., Thuc.; so in Mid., περικλῄσασθαι τὰς [[ναῦς]] to get them surrounded, Thuc.; and in Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[circumcludere]]'', to [[surround]], [[enclose]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.90.2/ 2.90.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> περικλείς.].<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.100.6/ 2.100.6], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> περικλει.].<br>MED. ''[[circumcludere]]'', to [[surround]], [[enclose]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.52.1/ 7.52.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> περικλείς.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:34, 16 November 2024
English (LSJ)
Ion. περικληΐω, old Att. περικλῄω, (κλείω (A), κλείς)
A shut in all round, enclose, ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος Hdt.3.117, cf. 7.129,198; ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν Th.2.90: abs., περικλειούσης θαλάττης Ph.2.544:—Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Id.2.100.
II metaph., in Pass., to be confined, be reduced, εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους D.S.16.35; εἰς ἀνενεργησίαν S.E.M.11.162, cf. POxy.1666.12 (iii A.D.):—later in Act., limit, εἰς τρία τὴν πραγματείαν Steph.in Hp.1.179; ἐπεὶ δέ με ὁ χρόνος περιέκλειε τὸ τέλος ἐπάγων Vett. Val.354.1.
German (Pape)
[Seite 579] (s. κλείω), ion. περικληΐω, u. altatt. περικλῄω, umschließen, rings einschließen; πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοθεν, Her. 3, 117, vgl. 7, 129; ὑπὸ τοῦ πλήθους περικλῃόμενοι, Thuc. 2, 100; u. im med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, 7, 52; Sp., wie Pol. 1, 53, 10; εἰς ἀνενεργησίαν περικλείεσθαι, S. Emp. adv. eth. 162.
French (Bailly abrégé)
enfermer tout autour, envelopper de toutes parts, acc.;
Moy. περικλείομαι m. sign.
Étymologie: περί, κλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κλείω, Ion. περικληΐω, ouder Att. περικλῄω omsluiten, omsingelen, ook med.
Russian (Dvoretsky)
περικλείω: ион. περικληΐω, атт. περικλῄω тж. med. замыкать, запирать (πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοθεν Her.; med. τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων Thuc.): εἰς ἀνενεργησίαν αὐτὸν περικλείεσθαι Sext. замкнуться в бездействии.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α κλείω
1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω
2. περικυκλώνω
νεοελλ.
περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω
αρχ.
1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.)
2. παθ. περικλείομαι
μτφ. περιπίπτω («Φίλιππος εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους περικλεισθείς», Διόδ.).
Greek Monotonic
περικλείω: Ιων. -κληΐω, παλιός Αττ. -κλῄω, μέλ. -σω, κλείνω κάτι ολόγυρα, περικυκλώνω από όλες τις πλευρές, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, για να τις περικυκλώσει, σε Θουκ.· και στην Παθ., ὑπὸπλήθους περικλῃόμενοι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περικλείω: Ἰων. -κληίω, ἀρχ. Ἀττ. -κλῄω· (κλείω, κλείς). - Κλείω τι ὁλόγυρα, κλείω ἢ περιέχω πανταχόθεν, κυκλῶ παταχόθεν, ἐκ τοῦ περικληίοντος οὔρεος Ἡρόδ. 3. 117, πρβλ. 7. 129, 198· ἵνα αἱ νῆες περικλῄσειαν Θουκ. 2. 90· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων, κυκλῶσαι πανταχόθεν, ὁ αὐτ. 2. 100.
Middle Liddell
ionic -κληίω old Attic -κλῄω fut. -σω
to shut in all round, surround on all sides, Hdt., Thuc.; so in Mid., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς to get them surrounded, Thuc.; and in Pass., ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Thuc.
Lexicon Thucydideum
circumcludere, to surround, enclose, 2.90.2, [vulgo commonly περικλείς.].
PASS. 2.100.6, [vulgo commonly περικλει.].
MED. circumcludere, to surround, enclose, 7.52.1, [vulgo commonly περικλείς.]