διαψηφίζομαι: Difference between revisions
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(CSV import) |
|||
Line 19: | Line 19: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[ψηφίζω]] με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφαίνομαι]] μέσω της ψήφου, σε Δημ. | |lsmtext='''διαψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[ψηφίζω]] με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφαίνομαι]] μέσω της ψήφου, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[suffragia ferre]]'', to [[cast votes]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.88.1/ 4.88.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ψηφις.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:59, 16 November 2024
Middle Liddell
fut. Attic διαψηφιοῦμαι
I. Dep. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.
II. to decide by vote, Dem.
German (Pape)
[Seite 614] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; περί τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch ταῦτα, Lys. 26, 1.
French (Bailly abrégé)
f. διαψηφίσομαι, att. διαψηφιοῦμαι;
apporter chacun son suffrage, voter en ordre.
Étymologie: διά, ψηφίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαψηφίζομαι: голосовать, решать голосованием (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διαψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ ψήφων (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. κρύβδην, κρύφα Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. διαψηφιστός. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· ταύτῃ διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και διαψηφίζω (ΑΝ)
δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω
μσν.
ενεργ. υπολογίζω τους φόρους
αρχ.
1. αποφασίζω με ψήφο
2. παθ. κρίνομαι με ψήφο
3. ενεργ. θέτω σε ψηφορορία.
Greek Monotonic
διαψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. ψηφίζω με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.
II. αποφαίνομαι μέσω της ψήφου, σε Δημ.
Lexicon Thucydideum
suffragia ferre, to cast votes, 4.88.1, [vulgo commonly ψηφις.].