ἵδρυμα: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(13_6b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie [[ἕδος]] auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων θ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα [[φύρδην]] ἐξανέστραπται βάθρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν [[ἄγαλμα]], τὸ σὸν [[ἵδρυμα]] πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον [[ἵδρυμα]] ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισθέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, [[ἵδρυμα]] λέγεται Κρητῶν [[γενέσθαι]] τὸ [[ἱερόν]] Plut. Marc. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie [[ἕδος]] auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων θ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα [[φύρδην]] ἐξανέστραπται βάθρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν [[ἄγαλμα]], τὸ σὸν [[ἵδρυμα]] πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον [[ἵδρυμα]] ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισθέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, [[ἵδρυμα]] λέγεται Κρητῶν [[γενέσθαι]] τὸ [[ἱερόν]] Plut. Marc. 20. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἵδρυμα''': τό, ([[ἱδρύω]]) [[οἰκοδόμημα]] ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος [[ἵδρυμα]] Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ [[ἕδος]], [[ναός]], [[ἱερόν]], θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, [[Πλάτων]]. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ [[ἄγαλμα]], δαιμόνων [[ἵδρυμα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν [[ἵδρυμα]] πόλεως, [[προπύργιον]], [[στήριγμα]] τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. [[ἔρεισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A establishment, foundation, Ἰάσονος ἵ. Str.6.1.1, cf. Plu.Marc.20; Ποιῆσσαν χαρίτων ἵ. Call.Aet.3.1.73. 2 temple, shrine, θεῶν Hdt.8.144, A.Ag.339, cf.Ch.1036, E.Ba.951, Pl.Lg.717b, etc.; statue, δαιμόνων ἵ. A.Pers.811, cf. Arr.Epict.2.22.17. 3 τὸ σὸν ἵ. πόλεως the stay, support of thy city, of chieftains, E.Supp.631 (lyr.). [ἵδρῠμα Call. l.c. (s. v.l.); ῐ by nature, Lyc.1032.]
German (Pape)
[Seite 1238] τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie ἕδος auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων θ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν ἄγαλμα, τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισθέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. Marc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἵδρυμα: τό, (ἱδρύω) οἰκοδόμημα ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος ἵδρυμα Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ ἕδος, ναός, ἱερόν, θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, Πλάτων. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ ἄγαλμα, δαιμόνων ἵδρυμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν ἵδρυμα πόλεως, προπύργιον, στήριγμα τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. ἔρεισμα.