κόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(13_6a)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ον, <b class="b2">verstümmelt</b>, abgestumpft, mit abgebrochener Spitze; [[δόρυ]] Il. 16, 117; besonders mit abgestumpften Hörnern, od. ohne Hörner, [[γένος]] βοῶν Her. 4, 29, [[τράγος]] Theocr. 8, 49; Ggstz κεράεσσιν πεποιθώς Nic. Ther. 260. – Das achte Buch der Ilias heißt [[κόλος]] [[μάχη]]. ὁ, Strab. 7, 4, 8, bei Ath. V, 200 e [[κῶλος]] geschr., ein Thier der Scythen, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ [[μέγεθος]], [[λευκός]], etwa Rennthier?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ον, <b class="b2">verstümmelt</b>, abgestumpft, mit abgebrochener Spitze; [[δόρυ]] Il. 16, 117; besonders mit abgestumpften Hörnern, od. ohne Hörner, [[γένος]] βοῶν Her. 4, 29, [[τράγος]] Theocr. 8, 49; Ggstz κεράεσσιν πεποιθώς Nic. Ther. 260. – Das achte Buch der Ilias heißt [[κόλος]] [[μάχη]]. ὁ, Strab. 7, 4, 8, bei Ath. V, 200 e [[κῶλος]] geschr., ein Thier der Scythen, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ [[μέγεθος]], [[λευκός]], etwa Rennthier?
}}
{{ls
|lstext='''κόλος''': -ον, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Λατ. curtus, [[κόλον]] [[δόρυ]] Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ [[κολοβός]], ἔχων βραχέα κέρατα ἢ [[ἄνευ]] κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 ([[ἔνθα]] ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· [[οὕτως]], ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, [[κόλος]] [[εἶναι]] [[ζῷον]] τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν [[λευκόν]], μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ [[μέγεθος]], ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, [[πῖνον]] διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον [[ὕδωρ]] ἐν τῇ κεφαλῇ, [[ἴσως]] [[εἶδος]] τράγου [[ἄνευ]] κεράτων, «[[κόλον]]... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. [[αἰπόλος]]. 2) [[κόλος]] [[μάχη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κολοβομάχη]]. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ [[κολάζω]].)
}}
}}

Revision as of 09:55, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλος Medium diacritics: κόλος Low diacritics: κόλος Capitals: ΚΟΛΟΣ
Transliteration A: kólos Transliteration B: kolos Transliteration C: kolos Beta Code: ko/los

English (LSJ)

ον,

   A docked, δόρυ Il.16.117; of oxen, stump-horned or hornless, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Hdt.4.29; ὦ κόλε, addressed to a hegoat, Theoc.8.51 (s.v.l.); of the κεράστης, Nic.Th.260.    2 a kind of goat without horns, prob. the animal described by Str.7.4.8, Hsch.    3 κόλος μάχη, name of Il.8, Sch.Il.8 init.; cf. κολοβομάχη.

German (Pape)

[Seite 1475] ον, verstümmelt, abgestumpft, mit abgebrochener Spitze; δόρυ Il. 16, 117; besonders mit abgestumpften Hörnern, od. ohne Hörner, γένος βοῶν Her. 4, 29, τράγος Theocr. 8, 49; Ggstz κεράεσσιν πεποιθώς Nic. Ther. 260. – Das achte Buch der Ilias heißt κόλος μάχη. ὁ, Strab. 7, 4, 8, bei Ath. V, 200 e κῶλος geschr., ein Thier der Scythen, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος, λευκός, etwa Rennthier?

Greek (Liddell-Scott)

κόλος: -ον, βραχύς, «κοντός», Λατ. curtus, κόλον δόρυ Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ κολοβός, ἔχων βραχέα κέρατα ἢ ἄνευ κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 (ἔνθα ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· οὕτως, ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, κόλος εἶναι ζῷον τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν λευκόν, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος, ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, πῖνον διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον ὕδωρ ἐν τῇ κεφαλῇ, ἴσως εἶδος τράγου ἄνευ κεράτων, «κόλον... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. αἰπόλος. 2) κόλος μάχη, ἴδε ἐν λέξ. κολοβομάχη. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς ὡσαύτως καὶ τὸ κολάζω.)