ἀταξία: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(13_3) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] ἡ, Unordnung, Thuc 2, 91 u. sonst bei Folgdn; bes. Mangel an Disciplin beim Heere, Her. 6, 11; Xen. Hell. 3, 1, 7; oft mit [[ἀκολασία]] vrbdn, z. B. Plat. Crit. 53 a. Dah. = Verwirrung. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] ἡ, Unordnung, Thuc 2, 91 u. sonst bei Folgdn; bes. Mangel an Disciplin beim Heere, Her. 6, 11; Xen. Hell. 3, 1, 7; oft mit [[ἀκολασία]] vrbdn, z. B. Plat. Crit. 53 a. Dah. = Verwirrung. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀταξία''': Ἰων. -ίη, ἡ (ἄτακτος), [[ἔλλειψις]] τάξεως καὶ πειθαρχίας, [[ἀκαταστασία]], ἰδίως ἐπὶ στρατῶν, ἀντίθετον τῷ εὐταξίᾳ, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 2. 92, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9, κτλ. 2) ἐν γένει, [[ἀκαταστασία]], [[σύγχυσις]], [[ἀνωμαλία]], [[ἀταξία]] καὶ [[ἀκολασία]] Πλάτ. Κρίτων 53D, πρβλ. Ξεν. Ἀθ, Πολ. 1. 5· [[ἀταξία]] καὶ [[ἀναρχία]] Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 5· ἐκ τῆς ἀταξίας, τὸ τοῦ Κικέρωνος ex inordinato, Πλάτ. Τίμ. 30Α· ἀπὸ τύχης καὶ ἀταξίας Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 37· κατὰ πληθ. διαταράξεις, Πλάτ, Νόμοι 653Ε. 3) [[μετὰ]] γεν., διαίτης [[ἀταξία]], [[ἀνωμαλία]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152, [[ἀκαταστασία]], νόμων Αἰσχίν. 59. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A indiscipline, prop. among soldiers, opp. εὐταξία, Hdt.6.11, Th.2.92, X.HG3.1.9, etc. 2 generally, disorder, confusion, ἀ. καὶ ἀκολασία Pl.Cri.53d; ἀμαθία καὶ ἀ. X.Ath.1.5; ἀ. καὶ ἀναρχία Arist.Pol.1302b28; εἰς τάξιν ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀ. Pl.Ti.30a; ἀπὸ τύχης καὶ ἀ. Arist.PA641b23: in pl., ἀταξιῶν, opp. τῶν ἐν ταῖς κινήσεσι τάξεων, Pl.Lg.653e. 3 c. gen., διαίτης ἀ. irregularity, Hp.Coac.211; νόμων Aeschin.3.38.
German (Pape)
[Seite 383] ἡ, Unordnung, Thuc 2, 91 u. sonst bei Folgdn; bes. Mangel an Disciplin beim Heere, Her. 6, 11; Xen. Hell. 3, 1, 7; oft mit ἀκολασία vrbdn, z. B. Plat. Crit. 53 a. Dah. = Verwirrung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀταξία: Ἰων. -ίη, ἡ (ἄτακτος), ἔλλειψις τάξεως καὶ πειθαρχίας, ἀκαταστασία, ἰδίως ἐπὶ στρατῶν, ἀντίθετον τῷ εὐταξίᾳ, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 2. 92, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9, κτλ. 2) ἐν γένει, ἀκαταστασία, σύγχυσις, ἀνωμαλία, ἀταξία καὶ ἀκολασία Πλάτ. Κρίτων 53D, πρβλ. Ξεν. Ἀθ, Πολ. 1. 5· ἀταξία καὶ ἀναρχία Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 5· ἐκ τῆς ἀταξίας, τὸ τοῦ Κικέρωνος ex inordinato, Πλάτ. Τίμ. 30Α· ἀπὸ τύχης καὶ ἀταξίας Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 37· κατὰ πληθ. διαταράξεις, Πλάτ, Νόμοι 653Ε. 3) μετὰ γεν., διαίτης ἀταξία, ἀνωμαλία, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152, ἀκαταστασία, νόμων Αἰσχίν. 59. 5.