Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέγεθος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέγεθος''': παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις [[μέγαθος]], εος, τό, ([[μέγας]])· ― [[μέγεθος]], [[ὄγκος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πλῆθος]] ([[πλῆθος]] μέν... ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 1)· Ι. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ἀναστήματος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[εἶδος]], Ὀδ. Ε. 217., Ζ. 152· [[μετὰ]] τοῦ [[κάλλος]], Σ. 219, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 154C· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[μέγεθος]], [[ὄγκος]], μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Ἡρόδ. 3. 103· μ. λαμβάνειν, αὐξάνεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ― ἐπὶ ἤχου, βοῆς μ. Θουκ. 4. 126· ― ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται καὶ τὴν αἰτ. [[μέγαθος]] ἢ τὸ [[μέγαθος]], ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ [[μέγεθος]], κατὰ τὸν ὄγκον, [[τεῖχος]] κατὰ τὸν Ἀθηναίων κύκλον... τὸ μ. 1. 98 · [[[δένδρεον]]] [[μέγαθος]] κατὰ συκέην μάλιστά κῃ 4. 23· οὕτω, τὸ [[μέγεθος]] Πλάτ. Πολ. 423Β, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἑλένῃ» 1, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Ἡρόδ. 2. 10, πρβλ. 1. 202· μεγέθεα μέγιστοι Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· καὶ [[ἐπειδὴ]] τὸ [[μέγεθος]] [[εἶναι]] σχετικόν, μικροὶ τὰ μεγάθεα Ἡρόδ. 3. 107· κυαμαῖοι τὰ μ. Λουκ. Ἑρμότ. 40· ― [[ὡσαύτως]], λάμποντες [[μέγαθος]] = [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 2. 44· ― οὕτω, 2) κατὰ δοτ., μεγέθει... ἐκπρεπεστάτη, κατὰ τὸ [[ἀνάστημα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 184· πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, ἐπὶ ὄρους, Ἡρόδ. 1. 203· μεγάθεϊ [[μέγας]] 1. 51· μεγάθεϊ μέγιστος 7. 117· περιμήκεας 2. 108· καὶ μεγάθεϊ μικρὸς 2. 74· ἐλάττω τῷ μ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 11· ― ἐν Θουκ. 7. 55, ἡ πιθ. γραφὴ [[εἶναι]] ναυσὶ καὶ ἵπποις καὶ μεγέθει ἰσχυούσαις. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ ἢ ἐντάσεως, πόνων Εὐρ. Ἠλ. 593· τῆς παρανομίας Θουκ. 6. 15· τῆς ζημίας Λυσ. 91. 5· τῆς κολάσεως, κτλ., Πλάτ., κτλ.· μεταφ., [[σοβαρότης]], [[σπουδαιότης]], μ. περιθεῖναι τοῖς πράγμασιν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17· μ. ἐχούσας πράξεις ὁ αὐτ. π. Ἰσοκρ. 6. 2) [[μέγεθος]], δηλ. [[ἰσχύς]], [[ἐξουσία]], Εὐρ. Βάκχ. 273, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 8, 1. 3) [[μέγεθος]], [[μεγαλοψυχία]], Πλουτ. Ἀλέξ. 14, Ἀντών. 24· ― παρὰ τοῖς ῥητορικοῖς συγγραφ., [[ὕψος]], ὁ [[ἔξοχος]] [[χαρακτήρ]], λόγων μ. Λογγῖν. 4, 1, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὑψηλά, [[ἔξοχα]], ἐξαίσια πράγματα, ὁ αὐτ. 9, 1, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς μαθημ., τὸ [[μέγεθος]], [[ἔκτασις]], [[ὄγκος]], μ. ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 57D· ἐν τῷ πληθ., μεγέθη, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 356C. IV. παρὰ Γραμμ., ἡ [[ποσότης]] συλλαβῆς.
|lstext='''μέγεθος''': παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις [[μέγαθος]], εος, τό, ([[μέγας]])· ― [[μέγεθος]], [[ὄγκος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πλῆθος]] ([[πλῆθος]] μέν... ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 1)· Ι. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ἀναστήματος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[εἶδος]], Ὀδ. Ε. 217., Ζ. 152· [[μετὰ]] τοῦ [[κάλλος]], Σ. 219, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 154C· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[μέγεθος]], [[ὄγκος]], μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Ἡρόδ. 3. 103· μ. λαμβάνειν, αὐξάνεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ― ἐπὶ ἤχου, βοῆς μ. Θουκ. 4. 126· ― ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται καὶ τὴν αἰτ. [[μέγαθος]] ἢ τὸ [[μέγαθος]], ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ [[μέγεθος]], κατὰ τὸν ὄγκον, [[τεῖχος]] κατὰ τὸν Ἀθηναίων κύκλον... τὸ μ. 1. 98 · [[[δένδρεον]]] [[μέγαθος]] κατὰ συκέην μάλιστά κῃ 4. 23· οὕτω, τὸ [[μέγεθος]] Πλάτ. Πολ. 423Β, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἑλένῃ» 1, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Ἡρόδ. 2. 10, πρβλ. 1. 202· μεγέθεα μέγιστοι Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· καὶ [[ἐπειδὴ]] τὸ [[μέγεθος]] [[εἶναι]] σχετικόν, μικροὶ τὰ μεγάθεα Ἡρόδ. 3. 107· κυαμαῖοι τὰ μ. Λουκ. Ἑρμότ. 40· ― [[ὡσαύτως]], λάμποντες [[μέγαθος]] = [[μεγάλως]], Ἡρόδ. 2. 44· ― οὕτω, 2) κατὰ δοτ., μεγέθει... ἐκπρεπεστάτη, κατὰ τὸ [[ἀνάστημα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 184· πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, ἐπὶ ὄρους, Ἡρόδ. 1. 203· μεγάθεϊ [[μέγας]] 1. 51· μεγάθεϊ μέγιστος 7. 117· περιμήκεας 2. 108· καὶ μεγάθεϊ μικρὸς 2. 74· ἐλάττω τῷ μ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 11· ― ἐν Θουκ. 7. 55, ἡ πιθ. γραφὴ [[εἶναι]] ναυσὶ καὶ ἵπποις καὶ μεγέθει ἰσχυούσαις. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ ἢ ἐντάσεως, πόνων Εὐρ. Ἠλ. 593· τῆς παρανομίας Θουκ. 6. 15· τῆς ζημίας Λυσ. 91. 5· τῆς κολάσεως, κτλ., Πλάτ., κτλ.· μεταφ., [[σοβαρότης]], [[σπουδαιότης]], μ. περιθεῖναι τοῖς πράγμασιν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17· μ. ἐχούσας πράξεις ὁ αὐτ. π. Ἰσοκρ. 6. 2) [[μέγεθος]], δηλ. [[ἰσχύς]], [[ἐξουσία]], Εὐρ. Βάκχ. 273, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 8, 1. 3) [[μέγεθος]], [[μεγαλοψυχία]], Πλουτ. Ἀλέξ. 14, Ἀντών. 24· ― παρὰ τοῖς ῥητορικοῖς συγγραφ., [[ὕψος]], ὁ [[ἔξοχος]] [[χαρακτήρ]], λόγων μ. Λογγῖν. 4, 1, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὑψηλά, [[ἔξοχα]], ἐξαίσια πράγματα, ὁ αὐτ. 9, 1, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς μαθημ., τὸ [[μέγεθος]], [[ἔκτασις]], [[ὄγκος]], μ. ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 57D· ἐν τῷ πληθ., μεγέθη, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 356C. IV. παρὰ Γραμμ., ἡ [[ποσότης]] συλλαβῆς.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />grandeur :<br /><b>I. 1</b> <i>au pr.</i> [[μέγεθος]] λαμβάνειν XÉN grandir ; <i>p. anal.</i> hauteur (d’une montagne) ; <i>en gén.</i> taille (grande <i>ou</i> petite);<br /><b>2</b> grandeur <i>ou</i> grosseur de volume ; <i>p. anal. en parl. d’un cri</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> grandeur, importance;<br /><b>2</b> force, puissance;<br /><b>3</b> grandeur d’âme.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέγεθος Medium diacritics: μέγεθος Low diacritics: μέγεθος Capitals: ΜΕΓΕΘΟΣ
Transliteration A: mégethos Transliteration B: megethos Transliteration C: megethos Beta Code: me/geqos

English (LSJ)

Ion. (not Hp.) μέγᾰθος Hdt. (v. infr.), also Philox.2.19, εος, τό: (μέγας):—

   A greatness, magnitude, opp. πλῆθος, Anaxag.1, etc.; πλῆθος μὲν . . ἐὰν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἐὰν μετρητὸν ᾖ Arist.Metaph. 1020a9.    I in Hom. always stature, of men and women, εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ' εἰσάντα ἰδέσθαι Od.5.217, cf. 6.152; ἐς μ. καὶ κάλλος ὁρώμενος 18.219, cf. Pl.Chrm.154c; θηλειῶν ἀρετὴ σώματος κάλλος καὶ μ. Arist.Rh.1361a7: then, generally, size, μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Hdt.3.102; μ. λαβεῖν X.Cyr.1.4.3; ἡ ἐπίδοσις εἰς τὸ μ. Arist.HA560a20; of sound, loudness, βοῆς μ. Th.4.126: acc. as Adv., λίθου λάμποντος μέγαθος, = μεγάλως, Hdt.2.44; but usu., in size, τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηνέων κύκλον . . τὸ μ. Id.1.98; [δένδρεον] μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ Id.4.23; ὅσην δεῖ τὸ μ. τὴν πόλιν ποιεῖσθαι Pl.R.423b: also in pl., ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Hdt.2.10, cf. 1.202; σμικροὶ τὰ μεγάθεα Id.3.107; κυαμιαῖοι τὰ μ. Luc.Herm.40; μεγέθη ἔργων καὶ διαθέσεων Epicur.Nat.43 G.    2 freq. in dat., μεγέθει . . ἐκπρεπεστάτη in stature, A.Pers.184; ἀνθρώπους μεγέθει μεγίστους καὶ ἥκιστα διαφόρους ἐς . . τὰ μεγέθεα Hp.Aër. 12; πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, of a mountain, Hdt.1.203; κρητῆρες μεγάθεϊ μεγάλοι ib.51; μεγάθεϊ μέγιστος Id.7.117; μ. περιμήκεας Id.2.108; σμικρός ib.74; ἐλάττω τῷ μ. Arist.HA560b5.    II of quality and degree, greatness, magnitude, πόνων E.Hel. 593; τῆς παρανομίας Th.6.15; τῆς ζημίας Lys.1.3; τῆς κολάσεως Pl. Lg.934b; importance, μ. ἐχούσας πράξεις D.H.Isoc.6.    2 might, power, E.Ba.273; δαίμονος μεγέθει πάντα ἐπέχοντος X.Smp.8.1.    3 greatness, magnanimity, Plu.Alex.14; περί τι Id.Ant.24.    4 Rhet., loftiness, sublimity, μ. περιτιθέναι τοῖς πράγμασιν D.H.Comp. 17, cf. Demetr.Eloc.5, Hermog.Id.1.5, etc.; λόγων μ. Longin.4.1, al.: in pl., sublime objects, Id.9.1, al.    III Math., magnitude, Gorg.3; μ. ἔχειν Pl.Ti.57d, cf. Iamb.Comm.Math.3, etc.; extension, Plot.2.4.11: in pl., magnitudes, Pl.Prt.356c; τὰ μ. τὰ γεγραμμένα IG7.3073.102 (Lebad.).    2 Astron., magnitude, of stars, Cleom. 1.11, Ptol.Alm.7 passim.    IV Gramm., metrical length, τὸ μέγιστον μ. τρίχρονον A.D.Synt.133.26, cf. EM419.50.    2 τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μ. the recognized lengths of lines in a metre, Heph.12.3.    V τὸ μ. τινός, as title, his Highness, POxy.2107.8 (iii A. D.); τὸ σὸν μ. Cod.Just.8.10.12.1a.

German (Pape)

[Seite 110] τό (μέγας), ion. μέγαθος, Her., die Größe, körperlich u. geistig; bei Hom. von hohem Wuchs der Männer u. Frauen, stattliche Leibesgröße, mit εἶδος vrbdn, Od. 5, 217. 6, 152; μεγέθει τι τῶν νῦν εὐπρεπεστάτα πολύ, Aesch. Pers. 180; auch μέγεθος πῶν πόνων, Eur. Hel. 599; πόλεως, Andr. 196; μ. λαμβάνειν, heranwachsen, Xen. Cyr. 1, 4, 3; μέγεθος τοῦ στόλου, Plat. Legg. III, 698 b; καὶ πλῆθος, V, 733 b; ῥώμη, Rep. VI, 488 a; auch im plur., μεγέθεσι κάλλεσί τε ἔργων, Critia. 115 d; Her. sagt μεγάθεϊ μέγας, σμικρός, 1, 51. 4, 52; häufig steht μέγεθος absolut, was die Größe anbetrifft, an Größe, 1, 98. 2, 44. 73; auch im plur., εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ οὐ. κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, 2, 10; ὅσην δεῖ τὸ μέγεθος τὴν πόλιν ποιεῖσθαι, Plat. Rep. IV, 423 b; θαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος, Charmid. 154 c, u. so bei den Folgdn; seltener μεγέθει μεγίστη πόλις, Luc. hist. conscr. 31.

Greek (Liddell-Scott)

μέγεθος: παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις μέγαθος, εος, τό, (μέγας)· ― μέγεθος, ὄγκος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλῆθος (πλῆθος μέν... ἂν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἂν μετρητὸν ᾖ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 1)· Ι. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ἀναστήματος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, συναπτόμενον μετὰ τοῦ εἶδος, Ὀδ. Ε. 217., Ζ. 152· μετὰ τοῦ κάλλος, Σ. 219, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 154C· ἀκολούθως καθόλου, μέγεθος, ὄγκος, μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Ἡρόδ. 3. 103· μ. λαμβάνειν, αὐξάνεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ― ἐπὶ ἤχου, βοῆς μ. Θουκ. 4. 126· ― ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται καὶ τὴν αἰτ. μέγαθος ἢ τὸ μέγαθος, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ μέγεθος, κατὰ τὸν ὄγκον, τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηναίων κύκλον... τὸ μ. 1. 98 · [[[δένδρεον]]] μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ 4. 23· οὕτω, τὸ μέγεθος Πλάτ. Πολ. 423Β, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἑλένῃ» 1, κτλ.· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα Ἡρόδ. 2. 10, πρβλ. 1. 202· μεγέθεα μέγιστοι Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· καὶ ἐπειδὴ τὸ μέγεθος εἶναι σχετικόν, μικροὶ τὰ μεγάθεα Ἡρόδ. 3. 107· κυαμαῖοι τὰ μ. Λουκ. Ἑρμότ. 40· ― ὡσαύτως, λάμποντες μέγαθος = μεγάλως, Ἡρόδ. 2. 44· ― οὕτω, 2) κατὰ δοτ., μεγέθει... ἐκπρεπεστάτη, κατὰ τὸ ἀνάστημα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 184· πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, ἐπὶ ὄρους, Ἡρόδ. 1. 203· μεγάθεϊ μέγας 1. 51· μεγάθεϊ μέγιστος 7. 117· περιμήκεας 2. 108· καὶ μεγάθεϊ μικρὸς 2. 74· ἐλάττω τῷ μ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 11· ― ἐν Θουκ. 7. 55, ἡ πιθ. γραφὴ εἶναι ναυσὶ καὶ ἵπποις καὶ μεγέθει ἰσχυούσαις. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ ἢ ἐντάσεως, πόνων Εὐρ. Ἠλ. 593· τῆς παρανομίας Θουκ. 6. 15· τῆς ζημίας Λυσ. 91. 5· τῆς κολάσεως, κτλ., Πλάτ., κτλ.· μεταφ., σοβαρότης, σπουδαιότης, μ. περιθεῖναι τοῖς πράγμασιν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17· μ. ἐχούσας πράξεις ὁ αὐτ. π. Ἰσοκρ. 6. 2) μέγεθος, δηλ. ἰσχύς, ἐξουσία, Εὐρ. Βάκχ. 273, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 8, 1. 3) μέγεθος, μεγαλοψυχία, Πλουτ. Ἀλέξ. 14, Ἀντών. 24· ― παρὰ τοῖς ῥητορικοῖς συγγραφ., ὕψος, ὁ ἔξοχος χαρακτήρ, λόγων μ. Λογγῖν. 4, 1, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὑψηλά, ἔξοχα, ἐξαίσια πράγματα, ὁ αὐτ. 9, 1, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τοῖς μαθημ., τὸ μέγεθος, ἔκτασις, ὄγκος, μ. ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 57D· ἐν τῷ πληθ., μεγέθη, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 356C. IV. παρὰ Γραμμ., ἡ ποσότης συλλαβῆς.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
grandeur :
I. 1 au pr. μέγεθος λαμβάνειν XÉN grandir ; p. anal. hauteur (d’une montagne) ; en gén. taille (grande ou petite);
2 grandeur ou grosseur de volume ; p. anal. en parl. d’un cri;
II. fig. 1 grandeur, importance;
2 force, puissance;
3 grandeur d’âme.
Étymologie: μέγας.