ἠερέθομαι: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠερέθομαι''': Ἐπ. ἀντὶ ἀείρομαι (πρβλ. [[ἠγερέθομαι]]), παθ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἠερέθονται, -οντο. Κρέμαμαι, αἰωροῦμαι, μετεωρίζομαι ἐν τῷ ἀέρι, ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος, αἰγίδα..., τῆς ἑκατὸν θύσανοι... ἠερέθοντο Ἰλ. Β. 448· ἐπὶ τῆς πτήσεως ἀκρίδων, Φ. 12· [[συχν]]. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ.· - μεταφ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, αἱ φρένες τῶν νεωτέρων πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, στρέφονται πρὸς πάντα ἄνεμον, εἶνε ἄστατοι, Ἰλ. Γ. 108. - Ὁ [[τύπος]] [[ἀερέθομαι]] μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ. | |lstext='''ἠερέθομαι''': Ἐπ. ἀντὶ ἀείρομαι (πρβλ. [[ἠγερέθομαι]]), παθ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἠερέθονται, -οντο. Κρέμαμαι, αἰωροῦμαι, μετεωρίζομαι ἐν τῷ ἀέρι, ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος, αἰγίδα..., τῆς ἑκατὸν θύσανοι... ἠερέθοντο Ἰλ. Β. 448· ἐπὶ τῆς πτήσεως ἀκρίδων, Φ. 12· [[συχν]]. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ.· - μεταφ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, αἱ φρένες τῶν νεωτέρων πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, στρέφονται πρὸς πάντα ἄνεμον, εἶνε ἄστατοι, Ἰλ. Γ. 108. - Ὁ [[τύπος]] [[ἀερέθομαι]] μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />flotter dans l’air, voltiger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for ἀείρομαι, only in 3pl. pres. and impf.,
A hang floating or waving in the air, αἰγίδα... τῆς ἑκατὸν θύσανοι . . ἠερέθονται Il.2.448; of a flight of locusts, 21.12; of flying-fish, Opp.H.1.435; ἓξ χεῖρες ἑκάστῳ -ονται A.R.1.944: metaph., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται young men's minds turn with every wind, Il.3.108.—The form ἀερέθονται in Hsch., cf. EM421.6.
German (Pape)
[Seite 1155] ep. verlängerte Form von ἀείρομαι (bei den Gramm. auch ἀερέθομαι, vgl. ἠγερέθομαι), hangen, schweben; τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι – ἠερέθονται, hundert Troddeln hangen an ihr, Il. 2, 448; von den flatternden Heuschrecken, 21, 12. übertr., ὁπλοτέρων φρένες ἠερέθονται, der Sinn der Jüngeren ist flatterhaft, 3, 108. Auch sp. D., ἔθειραι, Ap. Rh. 3, 830 u. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερέθομαι: Ἐπ. ἀντὶ ἀείρομαι (πρβλ. ἠγερέθομαι), παθ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἠερέθονται, -οντο. Κρέμαμαι, αἰωροῦμαι, μετεωρίζομαι ἐν τῷ ἀέρι, ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος, αἰγίδα..., τῆς ἑκατὸν θύσανοι... ἠερέθοντο Ἰλ. Β. 448· ἐπὶ τῆς πτήσεως ἀκρίδων, Φ. 12· συχν. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ.· - μεταφ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, αἱ φρένες τῶν νεωτέρων πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, στρέφονται πρὸς πάντα ἄνεμον, εἶνε ἄστατοι, Ἰλ. Γ. 108. - Ὁ τύπος ἀερέθομαι μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
flotter dans l’air, voltiger.
Étymologie: ἀείρω.