ἐκπνέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπνέω''': Ἐπ. -[[πνείω]], μέλλ. -πνεύσομαι ἢ -οῦμαι· - [[ἐξάγω]] πνοήν, [[ἐκπέμπω]], [[πνεῦμα]] ἐκπν., ἀντίθετον τῷ [[ἀναπνέω]] καὶ [[ὥσπερ]] τῶν ἀναπνεόντων ἀεὶ ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ [[ῥέον]] τὸ [[πνεῦμα]], οὕτω κτλ., Πλάτ. Φαίδων 112Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 6, κ. ἀλλ.· κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα Αἰσχύλ. Πρ. 359· ἐκπν. ἀράς τινι Εὐρ. Φοίν. 876· ἐκπν., θυμὸν ὁ αὐτ. Βάκχ. 620, πρβλ. Ρήσ. 786. 2) βίον ἐκπν., πνεῖν τὸ ὕστατον, ἀποθνήσκειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1493, Εὐρ. Ἑλ. 142· ἐκπν. ψυχὴν Εὐρ. Ὀρ. 1163· καὶ μόνον, ὑφ’ οὗ φονέως ἄρ’ ἐξέπνευσας Σοφ. Αἴ. 1026· [[πρός]] τινος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885· - [[ὡσαύτως]], κόπτεται ἡ [[ἀναπνοή]] μου, ἐπὶ σταδιοδρομοῦντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2. ΙΙ. ἀπολ., παύομαι, φυσῶν, [[γίνομαι]] [[γαλήνιος]], ὁ [[δῆμος]] [[ἴσως]] ἂν ἐκπνεύσειε Εὐρ. Ὀρ. 700· τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 942. 2) [[πνέω]] πρὸς τὰ ἔξω, ἐπὶ ἀνέμου, [[ἔσωθεν]] ἐκπν. Ἡρόδ. 7.36· ἐκ τοῦ κόλπου Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 104· ἐκρήγνυμαι, ἐξορμῶ, [[ἐπέρχομαι]], σμικροῦ… ἐκπνεύσας [[μέγας]] χειμὼν Σοφ. Αἴ. 1148.
|lstext='''ἐκπνέω''': Ἐπ. -[[πνείω]], μέλλ. -πνεύσομαι ἢ -οῦμαι· - [[ἐξάγω]] πνοήν, [[ἐκπέμπω]], [[πνεῦμα]] ἐκπν., ἀντίθετον τῷ [[ἀναπνέω]] καὶ [[ὥσπερ]] τῶν ἀναπνεόντων ἀεὶ ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ [[ῥέον]] τὸ [[πνεῦμα]], οὕτω κτλ., Πλάτ. Φαίδων 112Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 6, κ. ἀλλ.· κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα Αἰσχύλ. Πρ. 359· ἐκπν. ἀράς τινι Εὐρ. Φοίν. 876· ἐκπν., θυμὸν ὁ αὐτ. Βάκχ. 620, πρβλ. Ρήσ. 786. 2) βίον ἐκπν., πνεῖν τὸ ὕστατον, ἀποθνήσκειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1493, Εὐρ. Ἑλ. 142· ἐκπν. ψυχὴν Εὐρ. Ὀρ. 1163· καὶ μόνον, ὑφ’ οὗ φονέως ἄρ’ ἐξέπνευσας Σοφ. Αἴ. 1026· [[πρός]] τινος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885· - [[ὡσαύτως]], κόπτεται ἡ [[ἀναπνοή]] μου, ἐπὶ σταδιοδρομοῦντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2. ΙΙ. ἀπολ., παύομαι, φυσῶν, [[γίνομαι]] [[γαλήνιος]], ὁ [[δῆμος]] [[ἴσως]] ἂν ἐκπνεύσειε Εὐρ. Ὀρ. 700· τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 942. 2) [[πνέω]] πρὸς τὰ ἔξω, ἐπὶ ἀνέμου, [[ἔσωθεν]] ἐκπν. Ἡρόδ. 7.36· ἐκ τοῦ κόλπου Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 104· ἐκρήγνυμαι, ἐξορμῶ, [[ἐπέρχομαι]], σμικροῦ… ἐκπνεύσας [[μέγας]] χειμὼν Σοφ. Αἴ. 1148.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> exhaler un souffle, expirer ; ἐκπν. βίον exhaler sa vie, son souffle ; <i>abs.</i> expirer, mourir ; ἐκπν. [[ὑπό]] τινος SOPH rendre le souffle, <i>càd</i> mourir de la main de qqn;<br /><b>2</b> <i>en parl. du vent</i> souffler de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πνέω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπνέω Medium diacritics: ἐκπνέω Low diacritics: εκπνέω Capitals: ΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: ekpnéō Transliteration B: ekpneō Transliteration C: ekpneo Beta Code: e)kpne/w

English (LSJ)

Ep. ἐκ-πνείω Q.S.1.349, impf. -είεσκον Id.13.148 : fut. -πνεύσομαι or -οῦμαι:—

   A breathe out or forth, κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα A.Pr. 361 ; ἐ. ἀράς τινι E.Ph.876 ; ἐ. θυμόν Id.Ba.620 : abs., Emp.100.1, Pl.Phd.112b, Arist.HA492b6.    2 βίον ἐ. breathe one's last, expire, A.Ag.1493 (lyr.), E.Hel.142 ; ἐ. ψυχήν Id.Or.1163 ; alone, ὑφ' οὗ φονέως ἄρ' ἐξέπνευσας S.Aj.1026 ; πρός τινος E.HF886 (anap.) : abs., Id.Hyps.Fr.60i38, Parth.4.6 : metaph., lose power, Gp.15.1.28; lose lustre, of pearls, PHolm.10.18.    3 lose breath, of a runner, Arist.Rh.1409a32.    II abs., cease blowing, become calm, [ὁ δῆμος] ἴσως ἂν ἐκπνεύσειε E.Or.700 ; τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Sch.Ar.Pax942.    2 blow out or outwards, of a wind, ἔσωθεν ἐ. Hdt.7.36 ; ἐκ τοῦ κόλπου Th.2.84, cf. 6.104 ; burst out, σμικροῦ νέφους..ἐκπνεύσας μέγας χειμών S.Aj.1148 ; but simply, blow, of wind, Arist.Mete.365a4, Pr.947a31.

German (Pape)

[Seite 774] (s. πνέω), aushauchen, ausathmen; πνεῦμα, Medic.; Ggstz von ἀναπνέω, Plat. Phaed. 112 b; βίον, sterben, Aesch. Ag. 1471; κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα, flammenschnaubend, flammend, Prom. 359; Eur. öfter, ψυχήν Or. 1163; ohne Zusatz, ὑφ' οὗ ἐξέπνευσας Soph. Ai. 1005, getödtet werden, wie Eur. Herc. Fur. 885 u. öfter; θυμόν, ἀράς, ausstoßen, Bacch. 620 Phoen. 876. – Vom Winde: woher wehen, ἐκ τοῦ κόλπου Thuc. 2, 84; absol., 6, 104; vgl. σμικροῦ νέφους τις ἐκπνεύσας χειμών, aus kleiner Wolke hervorbrechend, Soph. Ai. 1127; ausdampfen, schwächer werden, καὶ ἐκλύονται Arist. rhet. 3, 9; ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν ὁ δῆμος, dürfte ruhiger werden, Eur. Or. 699.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπνέω: Ἐπ. -πνείω, μέλλ. -πνεύσομαι ἢ -οῦμαι· - ἐξάγω πνοήν, ἐκπέμπω, πνεῦμα ἐκπν., ἀντίθετον τῷ ἀναπνέω καὶ ὥσπερ τῶν ἀναπνεόντων ἀεὶ ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ ῥέον τὸ πνεῦμα, οὕτω κτλ., Πλάτ. Φαίδων 112Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 6, κ. ἀλλ.· κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα Αἰσχύλ. Πρ. 359· ἐκπν. ἀράς τινι Εὐρ. Φοίν. 876· ἐκπν., θυμὸν ὁ αὐτ. Βάκχ. 620, πρβλ. Ρήσ. 786. 2) βίον ἐκπν., πνεῖν τὸ ὕστατον, ἀποθνήσκειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1493, Εὐρ. Ἑλ. 142· ἐκπν. ψυχὴν Εὐρ. Ὀρ. 1163· καὶ μόνον, ὑφ’ οὗ φονέως ἄρ’ ἐξέπνευσας Σοφ. Αἴ. 1026· πρός τινος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885· - ὡσαύτως, κόπτεται ἡ ἀναπνοή μου, ἐπὶ σταδιοδρομοῦντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2. ΙΙ. ἀπολ., παύομαι, φυσῶν, γίνομαι γαλήνιος, ὁ δῆμος ἴσως ἂν ἐκπνεύσειε Εὐρ. Ὀρ. 700· τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 942. 2) πνέω πρὸς τὰ ἔξω, ἐπὶ ἀνέμου, ἔσωθεν ἐκπν. Ἡρόδ. 7.36· ἐκ τοῦ κόλπου Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 104· ἐκρήγνυμαι, ἐξορμῶ, ἐπέρχομαι, σμικροῦ… ἐκπνεύσας μέγας χειμὼν Σοφ. Αἴ. 1148.

French (Bailly abrégé)

1 exhaler un souffle, expirer ; ἐκπν. βίον exhaler sa vie, son souffle ; abs. expirer, mourir ; ἐκπν. ὑπό τινος SOPH rendre le souffle, càd mourir de la main de qqn;
2 en parl. du vent souffler de.
Étymologie: ἐκ, πνέω.