φρουρέω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρουρέω''': ἀόριστ. ἐφρούρησα. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐρ. Ἴων 603. ― Παθ., ἀόρ. ἐφρουρήθην [[αὐτόθι]] 1390· πρκμ. πεφρούρημαι Ἱπποκρ. 1289. 21, (δια-) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263· ([[φρουρός]]). Ὡς καὶ νῦν, φρουρῶ, φυλάττω, εἶμαι [[φρουρός]], ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 30, πρβλ. 9. 106, Σοφ. Τρ. 915· ἐπὶ πλοίων, φρ. περὶ Ναύπακτον Θουκ. 2. 80, 03· φρ. ἐπί τινι, ἀγρυπνῶ ἐπί τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 34· οἱ φρουροῦντες, οἱ τηροῦντες, οἱ φυλάττοντες, Πλάτ. Νόμ. 763D· συνάπτειν... φρουροῦντας... φρουροῦσι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 758Β· παροιμ. ἐν παντί... [[σκορπίος]] φρ. λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35. ΙΙ μεταβ., φυλάττω, τὴν χώρην Ἡρόδ. 3. 90· τὴν γέφυραν ὁ αὐτ. 4. 133· τὴν ἀτραπὸν ὁ αὐτ. 7. 217· [[βρέτας]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 1024· σὲ [[δαίμων]] φρουρήσας τύχοι Σοφ. Ο. Τ. 1479· ἐπὶ τόπου, φρ. τὴν Ποτίδαιαν, φυλάττω αὐτὴν διὰ φρουρᾶς, Θουκ. 3. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17, κλπ.· φρ. τινα φυλακαῖσι Εὐριπ. Κύκλ. 690· ― μεταφορ., πέτραν φρ., φυλάττω φρουρὰν ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 31· [[στόμα]] φρ. εὔφημον, τηρῶ σιγήν, σιωπῶ, Εὐρ. Ἴων 98. ― Παθ., φρουροῦμαι φυλάττομαι, Ἡρόδ. 7. 203, Αἰσχύλ. Εὐμ. 218, Σοφ Ο. Κ. 1013, Εὐρ. Ἑκ. 595· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς φρουρήσεως ἣν ἐξασκοῦσιν οἱ πολιορκοῦντες, κύκλῳ φρουρούμενος ὑπό πάντων πολεμίων Πλάτ. Πολ. 579Β 2) τηρῶ, φυλάττω, φρουρῶν τόδ’ [[ἦμαρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 27· φρ. [[ὄμμα]] ἐπὶ σῷ... καιρῷ Σοφ. Φιλ. 151· φρ. [[χρέος]], τηρῶ, φυλάττω τὸ καθῆκον μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 74. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡς τὸ φυλάσσομαι, προφυλάττομαι ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., φρουρούμενος βέλεμνα Εὐρ. Ἀνδρ. 1136· ― ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνεργ. εὕρηται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 900· οὕτω φρ. [[ὅπως]] ἢ [[ὅπως]] ἄν..., μεθ’ ὑποτ. Σοφ. Ἠλ. 1402, Εὐρ. Ἑλ. 742· φρ. μή..., μεθ’ ὑποτ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139. ― Πρβλ. [[φυλάσσω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. | |lstext='''φρουρέω''': ἀόριστ. ἐφρούρησα. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐρ. Ἴων 603. ― Παθ., ἀόρ. ἐφρουρήθην [[αὐτόθι]] 1390· πρκμ. πεφρούρημαι Ἱπποκρ. 1289. 21, (δια-) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263· ([[φρουρός]]). Ὡς καὶ νῦν, φρουρῶ, φυλάττω, εἶμαι [[φρουρός]], ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 30, πρβλ. 9. 106, Σοφ. Τρ. 915· ἐπὶ πλοίων, φρ. περὶ Ναύπακτον Θουκ. 2. 80, 03· φρ. ἐπί τινι, ἀγρυπνῶ ἐπί τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 34· οἱ φρουροῦντες, οἱ τηροῦντες, οἱ φυλάττοντες, Πλάτ. Νόμ. 763D· συνάπτειν... φρουροῦντας... φρουροῦσι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 758Β· παροιμ. ἐν παντί... [[σκορπίος]] φρ. λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35. ΙΙ μεταβ., φυλάττω, τὴν χώρην Ἡρόδ. 3. 90· τὴν γέφυραν ὁ αὐτ. 4. 133· τὴν ἀτραπὸν ὁ αὐτ. 7. 217· [[βρέτας]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 1024· σὲ [[δαίμων]] φρουρήσας τύχοι Σοφ. Ο. Τ. 1479· ἐπὶ τόπου, φρ. τὴν Ποτίδαιαν, φυλάττω αὐτὴν διὰ φρουρᾶς, Θουκ. 3. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17, κλπ.· φρ. τινα φυλακαῖσι Εὐριπ. Κύκλ. 690· ― μεταφορ., πέτραν φρ., φυλάττω φρουρὰν ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 31· [[στόμα]] φρ. εὔφημον, τηρῶ σιγήν, σιωπῶ, Εὐρ. Ἴων 98. ― Παθ., φρουροῦμαι φυλάττομαι, Ἡρόδ. 7. 203, Αἰσχύλ. Εὐμ. 218, Σοφ Ο. Κ. 1013, Εὐρ. Ἑκ. 595· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς φρουρήσεως ἣν ἐξασκοῦσιν οἱ πολιορκοῦντες, κύκλῳ φρουρούμενος ὑπό πάντων πολεμίων Πλάτ. Πολ. 579Β 2) τηρῶ, φυλάττω, φρουρῶν τόδ’ [[ἦμαρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 27· φρ. [[ὄμμα]] ἐπὶ σῷ... καιρῷ Σοφ. Φιλ. 151· φρ. [[χρέος]], τηρῶ, φυλάττω τὸ καθῆκον μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 74. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡς τὸ φυλάσσομαι, προφυλάττομαι ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., φρουρούμενος βέλεμνα Εὐρ. Ἀνδρ. 1136· ― ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνεργ. εὕρηται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 900· οὕτω φρ. [[ὅπως]] ἢ [[ὅπως]] ἄν..., μεθ’ ὑποτ. Σοφ. Ἠλ. 1402, Εὐρ. Ἑλ. 742· φρ. μή..., μεθ’ ὑποτ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139. ― Πρβλ. [[φυλάσσω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> φρουρήσω, <i>ao.</i> ἐφρούρησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> monter la garde, être en faction ; [[οἱ]] φρουροῦντες XÉN ceux qui gardent les forteresses ; <i>particul.</i> gardes du corps;<br /><b>2</b> veiller : [[ὅπως]] à ce que ; [[ὅπως]] [[μή]] à ne pas;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> garder, veiller sur, tenir sous bonne garde, acc.;<br /><b>2</b> défendre au moyen d’une garnison, d’une troupe, d’une flotte, <i>etc. ; particul.</i> mettre une garnison dans, acc., <i>ou</i> entourer de gardes, protéger au moyen de gardes, acc. ; <i>Pass.</i> être défendu par une garnison, <i>en gén.</i> être protégé;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> veiller sur, faire attention à : φρ. ὄμμ’ ἐπὶ [[σῷ]] καιρῷ SOPH (tu me recommandes que) mon œil veille dans ton intérêt, pour toi ; φρ. [[χρέος]] SOPH veiller à son devoir, remplir son devoir.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
Poet. impf.
A φρούρουν S.Tr.915: fut. -ήσω A.Pr.31, etc.: aor. ἐφρούρησα Hdt.2.30, etc.:—Med., fut. -ήσομαι in pass. sense, E.Ion603:—Pass., aor. ἐφρουρήθην ib.1390: pf. πεφρούρημαι Hp.Ep. 23 (Ps.-Democr.), (δια-) A.Fr.265: (φρουρός):—keep watch or guard, ἐν Ἐλεφαντίνῃ Hdt. l.c., cf. 9.106, IG12.99.21, OGI38.1 (iii B. C.), etc.; of ships, φ. περὶ Ναύπακτον or ἐν Ναυπάκτῳ, Th.2.80,83; φ. ἐπί τινι to keep watch over... E.Alc.35 (anap.); οἱ φρουροῦντες the guardians, Pl.Lg.763d; συνάπτειν . . φρουροῦντας . . φρουροῦσι ib.758b; prov., ἐν παντὶ . . σκορπίος φ. λίθῳ S.Fr.37; generally, 'keep a sharp look-out', Id.Tr.915. II trans., watch, guard, τὴν χώρην Hdt.3.90; τὴν γέφυραν Id.4.133; τὴν ἀτραπόν Id.7.217; βρέτας A. Eu.1024; σὲ δαίμων . . φρουρήσας τύχοι S.OT1479; τὴν Ποτείδαιαν φ. garrison it, Th.3.[17], cf. X.Cyr.6.1.17, etc.; φυλακαῖσι φ. σῶμ' Ὀδυσσέως set a watch over . . E.Cyc.690: metaph., φ. πέτραν keep watch over it, of Prometheus, A.Pr.31; στόμα εὔφημον φρουρεῖν ἀγαθόν keep silence, E.Ion98 (anap.); ἡ εἰρήνη τοῦ θεοῦ . . φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν Ep.Phil.4.7:—Pass., to be watched or guarded, Hdt.7.203, A.Eu. 218, S.OC1013, E.Hec.995, etc.: of the watch kept by besiegers, κύκλῳ φρουρούμενος ὑπὸ πάντων πολεμίων Pl.R.579b. b hold in subjection, opp. παραφυλάττειν, Plb.18.4.6. c Astrol., occupy, in Pass., Vett.Val.106.18. d bind, ἁλύσεσι πεφρουρημένος PMag.Par.1.3093. 2 watch for, observe, φρουρῶν τόδ' ἦμαρ E.Alc.27; φ. ὄμμα ἐπὶ σῷ . . καιρῷ S.Ph.151 (lyr.); φ. χρέος to be observant of one's duty, Id.El.74. III Med., to be on one's guard against, beware of, c. acc., φρουρούμενος βέλεμνα E.Andr. 1135:—Act. also in the same sense, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν Id.Supp.900; φ. ὅπως or ὅπως ἂν... with subj., S.El.1402, E.Hel.742; φ. μή... with subj., Id.El.1139.
German (Pape)
[Seite 1310] 1) intrans., Wache halten, als Besatzung dienen; ἐν τόπῳ Her. 2, 30; παρὰ λίμνην 4, 133; περὶ τόπον, von Schiffen, Thuc. 2, 80. 83; ὥςπερ ἰπίκουροι μισθωτοὶ ἐν τῇ πόλει φαίνονται καθῆσθαι οὐδὲν ἄλλο ἢ φρουροῦντες Plat. Rep. IV, 420 a, u. A. öfter. – 2) trans., bewachen, beschützen; ἡ θάλασσα ὑπ' Ἀθηναίων φρουρεομένη Her. 7, 203; φρουροῦσί με ἐν κύκλῳ Eur. Suppl. 115; ἀτερπῆ τήνδε φρουρήσεις πέτραν Aesch. Prom. 31; Eum. 978; u. pass., οἵων ὑπ' ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις Soph. O. C. 1017; φρουρήσουσ', ὅπως Αἴγισθος ἡμᾶς μὴ λάθῃ μολὼν ἔσω El. 1402; τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα Phil. 151, auf dein Auge, deinen Wink achten; χρέος, beobachten, besorgen, El. 74; φυλακαῖσι φρουρῶ σῶμ' Ὀδυσσέως τόδε Eur. Cycl. 686; ἱκεσίοισι σὺν κλάδοις φρουροῦσί μ' ἐν κύκλῳ Suppl. 103. – Med. sich hüten, in Acht nehmen, vor Einem, τινά, vor Etwas, τί, Eur. Andr. 1136 u. A. – Das fut. φρουρήσομαι in pass. Bdtg, Eur. Ion 603, der das act. auch in der Bdtg des med. braucht, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν Suppl. 924.
Greek (Liddell-Scott)
φρουρέω: ἀόριστ. ἐφρούρησα. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐρ. Ἴων 603. ― Παθ., ἀόρ. ἐφρουρήθην αὐτόθι 1390· πρκμ. πεφρούρημαι Ἱπποκρ. 1289. 21, (δια-) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263· (φρουρός). Ὡς καὶ νῦν, φρουρῶ, φυλάττω, εἶμαι φρουρός, ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 30, πρβλ. 9. 106, Σοφ. Τρ. 915· ἐπὶ πλοίων, φρ. περὶ Ναύπακτον Θουκ. 2. 80, 03· φρ. ἐπί τινι, ἀγρυπνῶ ἐπί τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 34· οἱ φρουροῦντες, οἱ τηροῦντες, οἱ φυλάττοντες, Πλάτ. Νόμ. 763D· συνάπτειν... φρουροῦντας... φρουροῦσι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 758Β· παροιμ. ἐν παντί... σκορπίος φρ. λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35. ΙΙ μεταβ., φυλάττω, τὴν χώρην Ἡρόδ. 3. 90· τὴν γέφυραν ὁ αὐτ. 4. 133· τὴν ἀτραπὸν ὁ αὐτ. 7. 217· βρέτας Αἰσχύλ. Εὐμ. 1024· σὲ δαίμων φρουρήσας τύχοι Σοφ. Ο. Τ. 1479· ἐπὶ τόπου, φρ. τὴν Ποτίδαιαν, φυλάττω αὐτὴν διὰ φρουρᾶς, Θουκ. 3. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17, κλπ.· φρ. τινα φυλακαῖσι Εὐριπ. Κύκλ. 690· ― μεταφορ., πέτραν φρ., φυλάττω φρουρὰν ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 31· στόμα φρ. εὔφημον, τηρῶ σιγήν, σιωπῶ, Εὐρ. Ἴων 98. ― Παθ., φρουροῦμαι φυλάττομαι, Ἡρόδ. 7. 203, Αἰσχύλ. Εὐμ. 218, Σοφ Ο. Κ. 1013, Εὐρ. Ἑκ. 595· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς φρουρήσεως ἣν ἐξασκοῦσιν οἱ πολιορκοῦντες, κύκλῳ φρουρούμενος ὑπό πάντων πολεμίων Πλάτ. Πολ. 579Β 2) τηρῶ, φυλάττω, φρουρῶν τόδ’ ἦμαρ Εὐρ. Ἄλκ. 27· φρ. ὄμμα ἐπὶ σῷ... καιρῷ Σοφ. Φιλ. 151· φρ. χρέος, τηρῶ, φυλάττω τὸ καθῆκον μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 74. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡς τὸ φυλάσσομαι, προφυλάττομαι ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., φρουρούμενος βέλεμνα Εὐρ. Ἀνδρ. 1136· ― ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνεργ. εὕρηται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 900· οὕτω φρ. ὅπως ἢ ὅπως ἄν..., μεθ’ ὑποτ. Σοφ. Ἠλ. 1402, Εὐρ. Ἑλ. 742· φρ. μή..., μεθ’ ὑποτ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139. ― Πρβλ. φυλάσσω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. φρουρήσω, ao. ἐφρούρησα, pf. inus.
I. intr. 1 monter la garde, être en faction ; οἱ φρουροῦντες XÉN ceux qui gardent les forteresses ; particul. gardes du corps;
2 veiller : ὅπως à ce que ; ὅπως μή à ne pas;
II. tr. 1 garder, veiller sur, tenir sous bonne garde, acc.;
2 défendre au moyen d’une garnison, d’une troupe, d’une flotte, etc. ; particul. mettre une garnison dans, acc., ou entourer de gardes, protéger au moyen de gardes, acc. ; Pass. être défendu par une garnison, en gén. être protégé;
3 p. ext. veiller sur, faire attention à : φρ. ὄμμ’ ἐπὶ σῷ καιρῷ SOPH (tu me recommandes que) mon œil veille dans ton intérêt, pour toi ; φρ. χρέος SOPH veiller à son devoir, remplir son devoir.
Étymologie: φρουρά.