γένεσις: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />force productrice, cause, principe, origine, source de vie ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> production, génération, création;<br /><b>2</b> origine ; <i>en gén.</i> naissance.<br />'''Étymologie:''' [[γίγνομαι]], cf. [[γένος]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />force productrice, cause, principe, origine, source de vie ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> production, génération, création;<br /><b>2</b> origine ; <i>en gén.</i> naissance.<br />'''Étymologie:''' [[γίγνομαι]], cf. [[γένος]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[generation]], [[origin]]; Ὠκεανόν, [[θεῶν]] γένεσιν, Il. 14.201, 246, 302. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (γενέσθαι)
A origin, source, Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν Il.14.201; Ὠκεανοῦ, ὅς περ γ. πάντεσσι τέτυκται ib.246, cf. Pl.Tht. 180d; beginning, in dual, τοῖν γενεσέοιν ἡ ἑτέρα Id.Phd.71e. II manner of birth, Hdt.1.204, 6.69, etc.; race, descent, Id.2.146; πατρὸς οὖσα γένεσιν Εὐρύτου S.Tr.380; κατὰ γένεσιν, opp. καθ' υἱοθεσίαν, IG12(1).181 (Rhodes). 2 Astrol., nativity, geniture, AP 11.164 (Lucill.), 183 (Id.), Epigr.Gr.314.21 (Smyrna), PLond.1.98r60 (i A. D.), Vett.Val.216.6: hence, lot, fortune, Astramps.Orac. 16.8,23.7. III production, generation, coming into being, opp. ὄλεθρος, Parm.8.21; more usu. opp. φθορά, Pl.Phlb.55a, etc.; περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, title of work by Arist.: generally, formation, πύου Hp.Aph.2.47; origination, making, ἱματίων, περὶ τὰ ἀμφιέσματα, Pl. Plt.281b,3; γ. καὶ οὐσία δικαιοσύνης Id.R.359a. 2 = τὸ γίγνεσθαι, becoming, opp. οὐσία, ib.525b, Ti.29c, Procl.Inst.45,al. IV concrete, creation, i.e. all created things, Pl.Phdr.245e; γ. καὶ κόσμος Id.Ti.29e, freq. in Ph., as 1.3,al., cf. Plot.6.3.2, etc. V race, kind or sort of animals, Pl.Plt.265b, etc.; family, δίδυμος γ. of the Spartan kings, Id.Lg.691d. VI generation, age, Id.Phdr.252d: pl., Id.Plt.310d; κατὰ περίστασιν τῆς γ. according to the circumstances of his time, Porph.Sent.32. VII παιδοπόρος γ. genitalia muliebria, AP9.311 (Phil.). VIII Math., generation of a figure, Papp.234.4,al. b origin of a spiral, Id.272.7; ἡ ἐν γ. εὐθεῖα the initial line, Id.286.22.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ (γενέσθαι), Ursprung, Entstehung; Hom. dreimal, Iliad. 14, 246 Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται, 14, 201. 302 Ὠκεανόν τε, θεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηθύν; – Her. 2, 146; πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου Soph. Tr. 379; oft bei Plat. u. Folgdn, Ggstz φθορά Plat. Parm. 136 b; oft das Werden, dem Sein, οὐσία, entgegengesetzt; ἡ ἐκ τοῦ ἔρωτος Crat. 398 c; ἡ τοῦ ἀφροῦ, aus Schaum, ibid. 406 c. Allgem., Schöpfung, καὶ κόσμος Plat. Tim. 29 c; Phaedr. 245 e; das Geschaffene, Geschlecht, τὴν γένεσιν ἄκερων εἶναι Polit. 265 b; ἡ νῦν γένεσις καὶ τροφή Lgg. V, 740 e; ἡ τῶν προγόνων γ. οὐκ ἔπηλυς οὖσα Menex. 287 b; τῶν βασιλέων Legg. III, 691 d; Geschlecht als Zeitbestimmung, ἐν πολλαῖς γενέσεσιν Polit. 310 d, wo hernach ἐπὶ γενεὰς πολλάς steht; vgl. Phaedr. 248 d. Auch von Produkten der Kunst, ἡ τῶν ἱματίων, ὀργάνων καὶ ἔργων Plat. Polit. 281 b Legg. XI, 920 e. Bei Philipp. 34 (IX, 311) = Geschlechtstheile.
Greek (Liddell-Scott)
γένεσις: -εως, ἡ, (γενέσθαι) ἀρχή, πηγή, παραγωγὸς αἰτία, Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν Ἰλ. Ξ. 201· Ὠκεανοῦ, ὅσπερ γένεσις πάντεσσι τέτυκται αὐτόθι 246, πρβλ. Πλάτ. Θεαιτ. 180D· ἀρχή, κατὰ δυϊκ., τοῖν γενεσίοιν ἡ ἑτέρα ὁ αὐτ. Φαίδ. 71Ε. ΙΙ. τρόπος τῆς γεννήσεως, Ἡρόδ. 1. 204., 6. 69, κτλ.· γένος, καταγωγή, ὁ αὐτ. 2. 146· πατρὸς οὖσα γένεσιν Εὐρύτου Σοφ. Τρ. 380. 2) ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, ἡ ἐπίδρασις τῶν ἀστερισμῶν. Ἀνθ. II. 11. 164, 183. ΙΙΙ. παραγωγή, γένεσις, ἀντίθ. τῷ φθορά, Πλάτ. Φιλ. 55Α, κτλ.· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς·- ἡ μόρφωσις ἢ ὁ σχηματισμὸς παντὸς πράγματος, π.χ. πύου Ἰππ. Ἀφ. 1246·- καθόλου, παραγωγή, ποίησις, κατασκευὴ ἔτι καὶ τῶν κοινῶν πραγμάτων, ἱματίων, ἀμφιεσμάτων Πλάτ. Πολιτ. 281Β, Ε· καὶ ἐπὶ ἀφῃρημένων ἰδιοτήτων, π.χ. δικαιοσύνης ὁ αὐτ. Πολ. 359Α. 2) = τὸ γίγνεσθαι, ἡ μόρφωσις ἡ συνεχής, κατ΄ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συμπεπληρωμένην καὶ τελείαν ὕπαρξιν (οὐσία) αὐτόθι 525Β. IV. ἡ δημιουργία, δηλ. σύμπαντα τὰ δημιουργήματα, Λατ. rerum natura, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 245Ε, Τιμ. 29 Ε, συχν, παρὰ Φίλωνι· ἴδε Sturz Μακ. Διάλ. σ. 99. V. γενεά, γένος, εἶδος τῶν ζῷων, Πλάτ. Πολιτ. 265Β, κτλ.· οἰκογένεια, ὁ αὐτ. Νόμ. 691D. VI. γενεά, ἡλικία, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 252D, Πολιτ. 310D. VIII. παιδοπόρος γ., genitalia muliembria, Ἀνθ.II. 9. 311. VIII. ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, ὁ γενέθλιος ἀστερισμός, Λατ. genitura, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 314. 21· οὕτω πιθ., μοῖρα γενέτειρα αὐτόθι 287.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
force productrice, cause, principe, origine, source de vie ; p. suite :
1 production, génération, création;
2 origine ; en gén. naissance.
Étymologie: γίγνομαι, cf. γένος.
English (Autenrieth)
generation, origin; Ὠκεανόν, θεῶν γένεσιν, Il. 14.201, 246, 302.