ἐπίτονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu, intense ; fort ; ὁ [[ἐπίτονος]] ([[ἱμάς]]) courroie d’antenne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />tendu, intense ; fort ; ὁ [[ἐπίτονος]] ([[ἱμάς]]) courroie d’antenne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτείνω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[τείνω]]): [[back]]-[[stay]] of a [[mast]], Od. 12.423†. (See [[cut]], representing a Phoenician [[war]]-[[ship]].)
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτονος Medium diacritics: ἐπίτονος Low diacritics: επίτονος Capitals: ΕΠΙΤΟΝΟΣ
Transliteration A: epítonos Transliteration B: epitonos Transliteration C: epitonos Beta Code: e)pi/tonos

English (LSJ)

ον,

   A on the stretch, strained, intense, D.S.10.17 ; of sound, Philostr.VS1.25.7.    II ἐπίτονος (sc. ἱμάς), ὁ, a rope for stretching or tightening, back-stay of a mast (opp. πρότονος), ἐπ' αὐτῷ [ἱστῷ] ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Od.12.423 (a στίχος ἀκέφαλος).    2 ἐπίτονοι, οἱ, the great sinews of the shoulder and arm, Pl.Ti.84e, Arist.HA515b9 (sg.) ; νεύρων ἐπίτονοι Pl.Lg.945c.

German (Pape)

[Seite 994] angespannt, angestrengt, φθέγμα Philostr. – Subst. ὁ ἐπίτονος, 1) sc. ἱμάς, das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ κέρας πρὸς τὸ ὕψος τοῦ ἱστοῦ. Auch Bettgurte, ἐπιτόνου, v. l. ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτονος: -ον, (ἐπιτείνω), ἔντονος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. ἐπίτονος (ἐξυπ. ἱμάς), ὁ, σχοινίον πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ ὀπίσω ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, ἔνθα τὸ ἐπ. εἶναι μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπίτονος, ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ κέρας». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu, intense ; fort ; ὁ ἐπίτονος (ἱμάς) courroie d’antenne.
Étymologie: ἐπιτείνω.

English (Autenrieth)

(τείνω): back-stay of a mast, Od. 12.423†. (See cut, representing a Phoenician war-ship.)