πένομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> accomplir un travail pénible, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> travailler péniblement ; πένεσθαι περὶ [[δεῖπνον]] OD être occupé pour un repas, le préparer;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> exécuter, accomplir, préparer <i>en parl. d’un travail matériel</i> : πένεσθαι δαῖτα OD préparer un repas;<br /><b>II.</b> être pauvre ; avec un gén. : manquer <i>ou</i> avoir besoin de.<br />'''Étymologie:''' R. Σπεν &gt; Πεν, travailler péniblement ; cf. <i>lat.</i> penu.
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> accomplir un travail pénible, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> travailler péniblement ; πένεσθαι περὶ [[δεῖπνον]] OD être occupé pour un repas, le préparer;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> exécuter, accomplir, préparer <i>en parl. d’un travail matériel</i> : πένεσθαι δαῖτα OD préparer un repas;<br /><b>II.</b> être pauvre ; avec un gén. : manquer <i>ou</i> avoir besoin de.<br />'''Étymologie:''' R. Σπεν &gt; Πεν, travailler péniblement ; cf. <i>lat.</i> penu.
}}
{{Autenrieth
|auten=ipf. (ἐ)πένοντο: labor, be at [[work]] or [[busy]] [[upon]] ([[περί]] τι), [[prepare]] (τὶ), Od. 4.624, Od. 14.251.
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένομαι Medium diacritics: πένομαι Low diacritics: πένομαι Capitals: ΠΕΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pénomai Transliteration B: penomai Transliteration C: penomai Beta Code: pe/nomai

English (LSJ)

used only in pres. and impf., (cf. πενέω) :    I intr., toil, work, ἀμφίπολοι... ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Od.10.348 ; περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π. were busy preparing a meal, 4.624 ; ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Il.24.124.    2 after Hom., (to have to work for one's living, hence) to be poor or needy, Sol.15, E.Hec. 1220, Th.2.40, etc.; πλουσία ἢ πενομένη πόλις Pl.R.577e; πλουτοῦντες ἢ π. Id.Plt.293a; π. καὶ κάμνειν Id.Grg.477d.    3 c. gen., to be poor in, have need of, τῶν σοφῶν (i. e. τῆς σοφίας) A.Eu.431 ; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ E.Supp.210 ; πάντων Porph.Marc.27 ; πενόμενον τὴν ψυχὴν τῶν ἐπιβαλλόντων αὐτῇ καλῶν Hierocl. in CA 14p.451M. : c. acc., χρήματα Them. Or.(i. e. Constant.pro Them.) 22b.    II trans., work at, get ready, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Od.2.322, cf. 3.428, etc.; ἔργα Hes.Op.773; ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα when we are a-doing this, Od.13.394 ; τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι; 24.407, cf. Il.19.200.—On the precise meaning of πένομαι, πενία, cf. Ar.Pl.551 sqq. (Cf. πένης, πόνος, πονηρός.)

German (Pape)

[Seite 555] nur praes. u. imperf., 1) sich anstrengen, abmühen, arbeiten; ἀμφίπολοι ἐνὶ μεγάροισι πένοντο, Od. 10, 348; περὶ δεῖπνον, um die Mahlzeit beschäftigt sein, 4, 624. Häufiger trans., verrichten, besorgen, fertig machen, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο, Od. 2, 322, ἄριστον, Il. 24, 124 u. öfter; ἔργα, Hes. O. 775; ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα, wenn wir dies ausführen werden, Od. 13, 394; θοίνην πένεσθαι, Eur. El. 785. – 2) aus Armuth od. Durftigkeit arbeiten, Thuc. 2, 40; dah. arm sein, Aesch. Ag. 936; entbehren, τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ, Eum. 409; vgl. Eur. Suppl. 222; Plat. Rep. X, 607 c. Ggstz von πλουτέω, Polit. 293 a, wie Theogn. 315; πενόμενος καὶ κακῶς πράττων, dem πλούσιος entgegengesetzt, Is. 5, 35; Folgde. – Das activ. πένω ist bei Aesch. Ag. 1179 für πνέων χάριν vermuthet worden, mit Unrecht. Man vgl. übrigens die abgeleiteten πόνος, πονέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πένομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.) Ι. ἀμεταβ., ἐργάζομαι πρὸς ἐξοικονόμησιν τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου μου· καθόλου, ἐργάζομαι, μοχθῶ, ἀμφίπολοι …, ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Οδ. Κ. 348· περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π., μετ’ ἐπιμελείας ἠσχολοῦντο παρασκευάζουσαι τὸ δεῖπνον, Δ. 624· ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Ἰλ. Ω. 124· ἐντεῦθεν μεθ’ Ὅμ., 2) εἶμαι πένης, διατελῶ ἐν ἐνδείᾳ, Σόλων 16, Εὐρ. Ἑκ. 1220, Θουκ. 2. 40, κτλ.· πλουσία ἢ πενομένη πόλις Πλάτ. Πολ. 577Ε· πλουτοῦντες ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 293Α· π. καὶ κάμνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477D. 3) εἶμαι πένης κατά τι, ἐνδεής τινος, τῶν σοφῶν (δηλ. τῆς σοφίας) Αἰσχύλ. Εὐμ. 431, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 210· πάντων Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 48· ― μετ’ αἰτ., χρήματα Θεμίστ. 22Β. ΙΙ. μεταβ., ἐργάζομαι εἴς τι, παρασκευάζω τι, ἑτοιμάζω, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Ὀδ. Β. 322, πρβλ. Γ. 428, κτλ.· ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 771· ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα, ὅταν εἰς ταῦτα ἀσχολώμεθα, Ὀδ. Ν. 394· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι Ω 407, πρβλ. Ἰλ. Τ. 200· ἴδε ἐν λέξ. διαλλαγή. ― Περὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ πένομαι, πενία, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστοφ. Πλ. 551 κἑξ. (Πρβλ. πένης, πενία, πενιχρόςπενέστης, πόνος, πονηρός, πεῖνα, καὶ ἴσως ἠπανία· Λατ. penuria, ἀλλ’ οἱ τύποι σπάνις, σπανία, κτλ., φαίνονται δηλοῦντες ὅτι ἡ πρώτη ῥίζα ἦτο ΣΠΑΝ, ὥστε τὸ πένομαι δυνατὸν νὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς τὸ αὐτὸ καὶ τὸ Γοτθ. spinnan (νήθειν), Ἀγγλο-Σαξον. spannan, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
I. accomplir un travail pénible, d’où
1 intr. travailler péniblement ; πένεσθαι περὶ δεῖπνον OD être occupé pour un repas, le préparer;
2 tr. exécuter, accomplir, préparer en parl. d’un travail matériel : πένεσθαι δαῖτα OD préparer un repas;
II. être pauvre ; avec un gén. : manquer ou avoir besoin de.
Étymologie: R. Σπεν > Πεν, travailler péniblement ; cf. lat. penu.

English (Autenrieth)

ipf. (ἐ)πένοντο: labor, be at work or busy upon (περί τι), prepare (τὶ), Od. 4.624, Od. 14.251.