ὄφις: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>1</b> serpent <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>métaph. pour</i> le pénis.<br />'''Étymologie:''' p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], de même que [[δράκων]] de [[δέρκομαι]]. | |btext=εως (ὁ) :<br /><b>1</b> serpent <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>métaph. pour</i> le pénis.<br />'''Étymologie:''' p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], de même que [[δράκων]] de [[δέρκομαι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ιος: [[snake]], [[serpent]], Il. 12.208†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 August 2017
English (LSJ)
ὁ, gen. ὄφεως, poet. also
A ὄφεος E.Supp.703, Ba.1026, 1331; Dor. and Ion. ὄφιος Hes. Th.322, Hdt.9.81, Arat.82:—serpent, αἰόλος Il.12.208; γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν Pi.P.4.249, cf.A.Ch.544, S.Ph.1328, Hdt.8.41, Pl.Phd.112d, R.358b, etc.; ὁ ψυχρὸς ὄ. Theoc.15.58; equiv. to δράκων in Hes.Th.322, 825: metaph., πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, of an arrow, A.Eu.181. II like δράκων, a serpent-like bracelet, Men.387, Nicostr. Com.33, Philostr.Ep.22; ὄφεις is Att. for ψέλλια acc. to Moer. p.288 P. 2 τρικάρηνος ὄ. ὁ χάλκεος dedicated at Delphi ( = SIG 31), Hdt.9.81. III the constellation Serpens, Arat.82, Eudox. ap.Hipparch.1.2.18. IV a creeping plant, Hp.Mul.2.114. V a kind of fish, v. ὀφίδιον 11. VI guinea-worm (elsewh. δρακόντιον), Ruf.Interrog.65. VII = ὀφίασις I, Cels.6.4, Poll.4.192. [The first syll. is sts. made long in the older Poets, αἰόλον ὄφιν Il.12.208, cf. Hippon.49.6; so ὀφιοέσσης Antim.78. It was then pronounced (and perh. written) ὄπφις, ὀπφιοέσσης, v. Eust.Il. l.c.—The ult. of the nom. and acc. ὄφις, ὄφιν is commonly long, as in Hes. Th.334, A.Ch.928, A.R.2.1269, Mosch.4.22; short only in later Poets, as A.R.4.128, 1398, Arat.578.]
German (Pape)
[Seite 426] εως, ion. ιος, ὁ, die Schlange; αἰόλος, Il. 12, 208; γλαυκῶπα, ποικιλόνωτον ὄφιν, Pind. P. 4, 249; mit δράκων gleichbedeutend, Hes. Th. 322. 825; τόνδ' ὄφιν ἐθρεψάμην, Aesch. Ch. 915; ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, Spt. 477, der übertr. von einem Pfeile sagt λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, Eum. 181; Soph. Phil. 1312; Her. 8, 41. 9, 81; ὥςπερ ὄφις κηληθῆναι, Plat. Rep. II, 358 b; ὥςπερ οἱ ὄφεις, Phaed. 112 d; Sp. – Ein Sternbild, die Schlange, Arat. – Ein schlangenförmiges Armband, Men. bei Hesych. – Bei Hippocr. auch eine Schlingpflanze, u. bei den Medic. = ὀφίασις. – [Die erste Sylbe findet sich bei den älteren Dichtern zuweilen lang gebraucht, Il. 12, 208, vgl. Wolf praef. Il. p. LXXI u. Spitzner vers. her. p. 78, weshalb einige ὄπφις schreiben wollten, Schaef. Theogn. 334. – In ὄφιν ist bei Hes. Th. 334 die letzte Sylbe in der Vershebung lang.]
Greek (Liddell-Scott)
ὄφις: ὁ· γεν. ὄφεως, ποιητ. καὶ ὄφιος Εὐρ. Ἱκ. 703, Βάκχ. 1027, 1332· Δωρ. καὶ Ἰων. ὄφιος· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ὄφιος» καὶ «φίδι», αἰόλος Ἰλ. Μ. 208, πρβλ. δράκων· γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν Πινδ. Π. 4. 443· συχνότ. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Τραγ.· ὁ ψυχρὸς ὄφις Θεόκρ. 15. 58· ταυτόσημ. τῷ δράκων παρ’ Ἡσ. Θ. 322, 323. 825· - μεταφ., πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, ἐπὶ βέλους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. ΙΙ. ὡς τὸ δράκων, ψέλλιον ὀφιοειδές, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 8, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἴδε Pierson. εἰς Μοῖριν 288. ΙΙΙ. ὁ ἀστερισμὸς Ὄφις, Ἄρατ. 82. IV. ἐν 640. 14, φυτόν τι ἑρπυστικόν. V. εἶδος ἰχθύος, ἴδε ὀφείδιον. VI. = ὀφίασις, Πολυδ. Δ΄, 192, ἂν μὴ αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωστέον. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐνίοτε γίνεται μακρὰ παρὰ τοῖς ἀρχαιοτέροις ποιηταῖς, αἰόλον ὄφιν Ἰλ. Μ. 208, πρβλ. Ἱππώνακτα παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 234, 424· οὕτως ὀφιοέσσης Ἀντίμαχ. 70. Τότε προεφέρετο (ἴσως δὲ καὶ ἐγράφετο) ὄπφις, ὀπφιοέσσης, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. 900, 12· ἀκριβῶς ὡς τὰ ἰακχέω, ὀκχέω, ὄκχος συχνάκις ἐφέροντο ἀντὶ ἰαχέω, ὀχέω, ὄχος, ὁσάκις τὸ φωνῆεν ἔπρεπε νὰ εἶναι μακρόν. Ἡ λήγουσα τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. ὄφις, ὄφιν, συνήθως εἶναι μακρά, ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 334, Αἰσχύλ. Χο. 928, Μόσχ. 4. 22, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1269· βραχεῖα δὲ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 128, 1398, Ἀράτῳ 578. Περὶ τῆς εἰκασίας τοῦ Κουρτίου, δι’ ἧς δικαιολογεῖ τὴν ἔκτασιν τῆς πρώτης συλλαβῆς ἴδε ἐν λ. ὄψ Β.]
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
1 serpent au propre et au fig.
2 métaph. pour le pénis.
Étymologie: p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. ὄψομαι, de même que δράκων de δέρκομαι.