μισθός: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />salaire, <i>particul.</i><br /><b>1</b> gages, paye, honoraires : ἐπὶ μισθῷ HDT <i>ou simpl.</i> μισθοῦ SOPH moyennant salaire ; μισθὸν λαμβάνειν <i>ou</i> δέχεσθαι, recevoir un salaire ; φέρειν <i>ou</i> φέρεσθαι, gagner un salaire ; τελεῖν, donner <i>ou</i> payer un salaire;<br /><b>2</b> solde militaire;<br /><b>3</b> loyer : [[ἐν]] μισθῷ οἰκεῖν XÉN habiter à loyer;<br /><b>4</b> récompense, rémunération <i>en gén. ; en mauv. part</i> peine, châtiment.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> midhá « prix d’un combat », <i>avest.</i> mizda « prix, récompense », <i>all.</i> Miete. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />salaire, <i>particul.</i><br /><b>1</b> gages, paye, honoraires : ἐπὶ μισθῷ HDT <i>ou simpl.</i> μισθοῦ SOPH moyennant salaire ; μισθὸν λαμβάνειν <i>ou</i> δέχεσθαι, recevoir un salaire ; φέρειν <i>ou</i> φέρεσθαι, gagner un salaire ; τελεῖν, donner <i>ou</i> payer un salaire;<br /><b>2</b> solde militaire;<br /><b>3</b> loyer : [[ἐν]] μισθῷ οἰκεῖν XÉN habiter à loyer;<br /><b>4</b> récompense, rémunération <i>en gén. ; en mauv. part</i> peine, châtiment.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> midhá « prix d’un combat », <i>avest.</i> mizda « prix, récompense », <i>all.</i> Miete. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[pay]], wages, [[also]] pl. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A hire, μισθῷ ἔπι ῥητῷ for fixed wages, Il.21.445; μισθοῖο τέλος the end of our hired service, ib.450; μισθὸς . . εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Hes.Op.370; θητεύειν ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137, cf. 5.65; πείθειν ἐπὶ μ. Id.8.4; μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρετεῖν X.An.2.5.14: gen. μισθοῦ for hire, S.Tr.560, Th.4.124, 7.25, D.19.94; μ. στρατεύεσθαι Plb.3.109.6; μισθὸν δοῦναι, διδόναι, πορίζειν, E.Andr.609, HF19, Ar.Eq. 1019; ὡς ἐς ἑξήκοντα ναῦς μηνὸς μισθόν as a month's pay, Th.6.8; μισθοὺς μεγάλους ἔφερον Thgn.434, cf. Ar.Ach.66; μ. λαβεῖν Hdt. 8.117, E.IT593, Th.8.83; δέχεσθαι X.Ap.16; φέρεσθαι Id.Oec.1.4; μ. πράττεσθαι exact it, Pi.O.10(11).29, Pl.Prt.325b; μ. αἰτεῖν Id.R.345e; hire, μ. ὄνων, πλοίου, PAmh.2.126.11,37. b esp. at Athens, pay, allowance for public service, μ. δικαστικός Sch.Ar.V. 299; μ. ἐκκλησιαστικός Luc.Dem.Enc.25; ὁ τῆς πρυτανείας μ. pay received during the prytany, Aeschin.1.123. 2 physician's fee, μ. ἄρνυσθαι Arist.Pol.1287a36. II generally, recompense, reward, Il.10.304, etc.; ἀρετῆς μ. Pl.R.363d, cf. Ev.Matt.5.12, etc. 2 in bad sense, requital, A.Ag.1261, S.Ant.221; μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ E. Hipp.1050. (Cf. Avest. mīˇžda-, Goth. mizdō, OSlav. m[icaron]zda 'pay', OE. meord, méd 'meed'.)
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, Lohn, Sold; μισθὸς ῥητός, verabredeter Lohn, Il. 21, 445; εἰρημένος, Hes. O. 372; μισθὸς ἄλλοις ἄλλος ἐφ' ἕργμασιν γλυκύς, Pind. I. 1, 47; ἀρέομαι Ἀθαναίων χάριν μισθόν, P. 1, 77; κἀμοῦ μισθὸν ἐνθήσειν κότῳ ἐπεύχεται, euphem. für Strafe, Aesch. Ag. 1234; παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; Trach. 557; κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτῖσαι, Eur. I. A. 1169; ἄξιον μισθὸν φέρεσθαι, Rhes. 162; φέρειν, Bacch. 257, Sold erhalten, wie Ar. Ach. 66. 137; μισθὸν πορίζειν, Eqq. 1014; ἐθήτευον ἐπὶ μισθῷ, sie dienten um Lohn, Her. 8, 137; Thuc. 8, 29 u. öfter; ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι, den ich fordere, Plat. Prot. 328 b; ἀργύριον τελῶν ἐκείνῳ μισθὸν ὑπὲρ σεαυτοῦ, ibd. 311 b; ἄρνυσθαι, 349 a; αἰτεῖν, Rep. I, 345 e; λαμβάνειν τινός, VIII, 568 c, wie Xen. An. 5, 6, 31; bes. von Soldaten, Söldnern; μισθοῦ, für Sold, οἳ ἔτυχον τῷ Περδίκκᾳ μισθοῦ μέλλοντες ἥξειν, Thuc. 4, 124; so τοὺς μισθοῦ τι πράττοντας, Dem. 18, 51, τίς μισθοῦ λέγει, 10, 75; vgl. Din. 1, 111; μισθοῦ στρατεύεσθαι, Pol. 3, 109, 6, der auch vrbdt τὸν μισθὸν ἐπιτιθέναι τινί, 5, 15, 8. – Auch im allgemeinen Sinne, Belohnung, Bestrafung, wie Plat. τῷ δικαίῳ παρὰ θεῶν ἆθλά τε καὶ μισθοὶ καὶ δῶρα γίγνεται, Rep. X, 614 a u. ἄνευ μισθοῦ ζημιώδους, Legg. I, 650 a, u. öfter bei Sp., wie Plut. u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μισθός: -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ., μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, ἐπὶ ὡρισμένῳ μισθῷ, Ἰλ. Φ. 445· μισθοῖο τέλος, τὸ τέλος τῆς ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσίας ἡμῶν, αὐτόθι 450· μισθός... εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 368· θητεύειν ἐπὶ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. 5. 65· πείθειν ἐπὶ μ. ὁ αὐτ. 8.4· μισθοῦ ἕνεκα, χάριν μισθοῦ, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· οὕτω κατὰ γεν., μισθοῦ Σοφ. Τρ. 560, Ξεν. Ἀπομν. 2, 8, 2, Δημ. 371. 6· ― μισθὸν διδόναι, τελεῖν, πορίζειν, Εὐρ. Ἀνδρ. 609, Ἡρ. Μαιν. 19, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1019· διδόναι ἑξήκοντα τάλαντα μηνὸς μισθόν, ὡς πληρωμὴν διὰ τὸν μῆνα, Θουκ. 6. 8· ― ἐναντία τούτοις εἶναι τὰ μισθὸν φέρειν Θέογν. 434, Ἀριστοφ. Ἀχ. 66· λαμβάνειν Ἡρόδ. 8. 116, Εὐριπ. Ι. Τ. 593· ἄρνυσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7 δέχεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 16· φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1. 4· μισθ. πράττεσθαι, δηλ. ἀπαιτεῖν καὶ λαμβάνειν, εἰσπράττειν, Πινδ. Ο. 10 (11). 35, Πλάτ.· μισθ. αἰτεῖν Πλάτ. Πολ. 345Ε. 2) ἐν Ἀθήναις ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ ναυτῶν, Θουκ. 6. 8, κτλ.· διαφέρων κατὰ τὴν ποσότητα, Böckh. P. E. 1. 363 κἑξ., Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 152. 16· ― ὡσαύτως, μ. βουλευτικός, ἡ πληρωμὴ τῆς βουλῆς τῶν 500, μία δραχμὴ δι’ ἕκαστον ἄνδρα κατὰ πᾶσαν ἡμέραν συνεδρίας, μ. δικαστικὸς ἢ ἡλιαστικός, ἡ ἀμοιβὴ τοῦ δικαστοῦ (κατὰ πρῶτον εἷς ὀβολός, ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλέωνος τρεῖς) δι’ ἑκάστην ἡμέραν καθ’ ἣν παρευρίσκετο εἰς τὸ δικαστήριον, μ. συνηγορικός, ἡ ἀμοιβὴ δημοσίου συνηγόρου, δραχμὴ μία δι’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἣν τὸ δικαστήριον συνήρχετο, μισθ. ἐκκλησιαστικός, ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου παρουσίας· περὶ ὧν πάντων ὅρα Böckh. P. E. 1. 228, 232, τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ., Ἑρμάνν. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ.· ὡσαύτως, ὁ τῆς πρυτανείας μ., ὁ μισθὸς ὃν ἐλάμβανον οἱ πρυτάνεις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πρυτανείας, δηλ. πέντε ἑβδομάδων μισθός, Αἰσχίν. 14. 45. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 17. 4) = ἐνοίκιον, Ἡρώνδ. ΙΙ, 64. ΙΙ. καθόλου, ἀμοιβή, ἀνταμοιβή, Ὅμηρ. κλ.· ἀρετῆς μ. Πλάτ. Πολ. 363D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρωμή, ἀνταπόδοσις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1261, Σοφ. Ἀντ. 221· μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1050. (Πρβλ. Ζενδ. mizhd-a (πληρωμή)· Γοτθ. mizd-ô· Σλαυ. mizd-a (μισθός)· ― ὁ Fest. ὡσαύτως ἑρμηνεύει τὸ Λατ. metelli διὰ τοῦ mercenarii).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
salaire, particul.
1 gages, paye, honoraires : ἐπὶ μισθῷ HDT ou simpl. μισθοῦ SOPH moyennant salaire ; μισθὸν λαμβάνειν ou δέχεσθαι, recevoir un salaire ; φέρειν ou φέρεσθαι, gagner un salaire ; τελεῖν, donner ou payer un salaire;
2 solde militaire;
3 loyer : ἐν μισθῷ οἰκεῖν XÉN habiter à loyer;
4 récompense, rémunération en gén. ; en mauv. part peine, châtiment.
Étymologie: DELG skr. midhá « prix d’un combat », avest. mizda « prix, récompense », all. Miete.