διαστείχω: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> διέστιχον;<br />s’avancer à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στείχω]]. | |btext=<i>ao.2</i> διέστιχον;<br />s’avancer à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στείχω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[διαστείχω]] <br /> <b>1</b> go [[through]] met. [[make]] [[use]] of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο [[τοῦ]] πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον [[formula]] epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[διαστείχω]] <br /> <b>1</b> go [[through]] met. [[make]] [[use]] of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο [[τοῦ]] πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον [[formula]] epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17) | |sltr=[[διαστείχω]] <br /> <b>1</b> go [[through]] met. [[make]] [[use]] of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο [[τοῦ]] πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον [[formula]] epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 17 August 2017
English (LSJ)
aor. -έστῐχον (v. infr.),
A go through or across, πόλιν, γύαλα, E.Andr.1090,1092. 2 c. gen., δ. πλούτου walk in ways of wealth, Pi.I.3.17. 3 go one's way, ἀνεγρομένη γε διέστιχε Theoc. 27.69; walk, AP12.85 (Mel.), Coluth.215.
German (Pape)
[Seite 603] durchgehen; πλούτου δ. Pind. I. 3. 17, d. i. sich in Reichthum befinden; auch Nonn. vrbdt es mit dem gen.; πόλιν, durch die Stadt, Eur. Andr. 1091; – Sp.; – übh. = gehen, weggehen, Mel. 20 (XII, 85); Coluth. 215; διέστιχε Theocr. 27, 68.
Greek (Liddell-Scott)
διαστείχω: ἀόρ. -έστῐχον· - διέρχομαι ἢ διαβαίνω, πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) ὑπάγω εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέστιχον;
s’avancer à travers, acc..
Étymologie: διά, στείχω.
English (Slater)
διαστείχω
1 go through met. make use of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο τοῦ πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον formula epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17)
English (Slater)
διαστείχω
1 go through met. make use of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο τοῦ πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον formula epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17)