δάϊος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>par contr.</i> δᾷος;<br /><b>1</b> qui ravage <i>ou</i> détruit, destructeur ; [[οἱ]] δάϊοι les ennemis, l’ennemi;<br /><b>2</b> ruiné, détruit ; malheureux, infortuné, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[δαίομαι]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>par contr.</i> δᾷος;<br /><b>1</b> qui ravage <i>ou</i> détruit, destructeur ; [[οἱ]] δάϊοι les ennemis, l’ennemi;<br /><b>2</b> ruiné, détruit ; malheureux, infortuné, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[δαίομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>δᾱϊος, δᾱος</b> subs., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[enemy]] [[σφόδρα]] δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (N. 4.38) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (Hermann: δαίοισιν codd.) (N. 8.28) δᾴο]ις (e Σ supp. G-H.) Πα. 2. . [δαιον (supp. Kambylis:) v. γάιος.]
}}
{{Slater
|sltr=<b>δᾱϊος, δᾱος</b> subs., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[enemy]] [[σφόδρα]] δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (N. 4.38) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (Hermann: δαίοισιν codd.) (N. 8.28) δᾴο]ις (e Σ supp. G-H.) Πα. 2. . [δαιον (supp. Kambylis:) v. γάιος.]
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάϊος Medium diacritics: δάϊος Low diacritics: δάϊος Capitals: ΔΑΪΟΣ
Transliteration A: dáïos Transliteration B: daios Transliteration C: daios Beta Code: da/i+os

English (LSJ)

contr. δᾷος, α, ον, Dor. for Ep. δήιος (contr. δῆος Thgn. 552b), η, ον: also δάϊος, ον, E.Tr.1301 (lyr.), HF915 (lyr.) (Trag. always use the Dor.form): (δαίω Α):—

   A hostile, destructive, Hom.only in Il., δηΐου ἐκ πολέμου 7.119; δ. ἄνδρα 6.481: esp. as epith. of πῦρ, burning, consuming, 8.181, al.; δάϊοι enemies, Pi.N.8.28, A.Ag.559; λάφυρα δάων Id.Th.278 (dub.l.); φόβημα δαΐων S.OC699 (lyr.): in sg., fighting man, Ar.Ra.1022; also δάου μάχας S.Ichn.239; δαΐον ὁρμάν hostile, Ar.Nu.335 (=[Philox.]18 (anap.)); ἔπιτε δαΐαν ὁδόν Ar.Ra. 897 (lyr.).    2 unhappy, wretched, A.Pers.282 (lyr.), etc., S.Aj.784, E.Andr.838(lyr.).    II (δαῆναι) knowing, cunning, τεχνίτης APl. 4.119 (Posid.). Adv. δαΐως Epicur.Fr.183 codd. Plu. (δαιμονίως Usener). [δᾱϊος: but disyll. in Hom. where the last syll. is long; Trag., when disyll., written δᾷος, A.Pers.282; δηῐων at the end of a pentam., AP6.123 (Anyte).]

German (Pape)

[Seite 515] ion. δήϊος, w. m. s., auch 2 Endungen, Eur. Tr. 1301 Herc. fur. 915; 1) feindlich, vernichtend, bei Tragg. in chor. u. mel.; πῦρ Aesch. Spt. 222; μάχαι Soph. Ai. 365; ἐγχέων φόβημα δαΐων O. C. 597; ὁδός Ar. Ran. 897; δάϊοι, Feinde, Pind. N. 8, 28. – 2) elend, unglücklich, auch im Trimeter diese Form, Aesch. Pers. 274. 947; Soph. Ai. 771; Eur. Herc. Fur. 1023. – 3) erfahren, kundig, δάϊε τεχνῖτα Posidip. 14 (Plan. 119); δαΐως καὶ μεγαλοπρεπῶς ἐπεμελήθητε Plut. non posse 15.

Greek (Liddell-Scott)

δάϊος: συνῃρ. δᾷος, α, ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. δήιος (συνῃρ. δῇος Θέογν. 552 B), η, ον· ὡσαύτως δάϊος, ος, ον, Εὐρ. Τρῳ. 1031, Ἡρ. Μαιν. 915· οἱ Τραγ. ἀείποτε μεταχειρίζονται τὸν Δωρ. τύπον, καθὼς μεταχειρίζονται καὶ γάϊος, νάϊος, ἀντὶ γήιος, νήιος, ἂν καὶ ἔλεγον δῃοῦν καὶ ἀδῇος, ἴδε Δινδ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 559, Χο. 628· (δαΐς, δαίω Α)· -ἐχθρικός, καταστρεπτικός, φοβερός, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ πυρός, καῖον, καταναλίσκον, καὶ παρὰ Τραγ.· -δάϊοι, ἐχθροί, Πίνδ. Ν. 8. 49· λάφυρα δᾴων Αἰσχύλ. Θήβ. 271· φόβημα δαΐων Σοφ. Ο. Κ. 699· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐχθρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 1022· οὕτω, δαΐαν ὁρμάν, ἐχθρικήν, πολεμίαν, ὁ αὐτ. Νεφ. 335· ἔπιτε δαΐαν ὁδὸν ὁ αὐτ. Βατρ. 897. 2) δυστυχής, ἄθλιος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 282, κτλ., Σοφ. Αἴ. 784, Εὐρ. Ἀνδρ. 838 (ἔνθα ἔχομεν γεν. θηλ. δαΐας). ΙΙ. (δαῆναι) γινώσκων, ἔμπειρος, τεχνίτης Ἀνθ. Πλαν. 119· πρβλ. δαΐφρων. [δᾱϊος· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὅπου ἡ τελευταία συλλαβὴ εἶναι μακρά, ἡ λέξις πρέπει νὰ προφέρηται ὡς δισύλλαβος· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ., ὅταν εἶναι δισύλλαβος, γράφεται δᾷος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 271· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 123 ἔχομεν δῆῐων ἐν τέλει πενταμέτρου].

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
par contr. δᾷος;
1 qui ravage ou détruit, destructeur ; οἱ δάϊοι les ennemis, l’ennemi;
2 ruiné, détruit ; malheureux, infortuné, misérable.
Étymologie: δαίομαι.